ΝΑ ΜΠΟΥΜΕ ΣΤΑ ΑΔΕΙΑ ΣΠΙΤΙΑ
ΝΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΤΗ ΖΩΗ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΑΣ
Για να ζήσει ένας άνθρωπος πρέπει να φάει, να πιεί, να φοράει ρούχα, να έχει στέγη, να έχει ρεύμα, να έχει νερό. Μία απλή παραδοχή στην οποία μάλλον θα συμφωνήσουν όλοι με όλους. Σε αυτό που σίγουρα δεν θα συμφωνήσουν όλοι όμως, είναι στον τρόπο με τον οποίο όλα αυτά τα αγαθά πρέπει να παρέχονται στον καθένα. Η ικανοποίηση των παραπάνω αναγκών, που αποκαλούνται βασικές ανθρώπινες ανάγκες, είναι άκρως απαραίτητη για την αξιοπρεπή επιβίωση κάθε ανθρώπου. Υπό την έννοια αυτή, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή στο σήμερα ούτε η ύπαρξη ανθρώπων που δεν μπορούν να τις καλύψουν για οποιονδήποτε λόγο, ούτε και η ιεράρχησή τους, ώστε να καλυφθούν οι πιο “βασικές” από τις βασικές αυτές ανάγκες. Ακόμη και ο χειρότερος νεοφιλελεύθερος μισάνθρωπος θα δυσκολευόταν να υποστηρίξει κάτι τέτοιο δημόσια.
Το να έχει κάθε άνθρωπος ένα σπίτι για να μένει είναι η φυσική τάξη των πραγμάτων. Οι άνθρωποι ανά τους αιώνες, συλλογικά ή ατομικά, έχτιζαν τα σπίτια τους και έμεναν σε αυτά. Με την έλευση της αγροτικής επανάστασης και με τη μόνιμη εγκατάσταση των πρώτων νομάδων σε σταθερά εδάφη με σκοπό την καλλιέργειά τους, εμφανίστηκε ο θεσμός της ιδιοκτησίας και αυτός, εφαρμοζόμενος στην ανάγκη της στέγης, οδήγησε στο θεσμό της ιδιοκατοίκησης. Η ιδιοκατοίκηση, που σημαίνει να σου ανήκει το κατάλυμα στο οποίο ζεις, κυριάρχησε για χιλιάδες χρόνια και αποτελεί έναν από τους παλαιότερους προκαπιταλιστικούς θεσμούς. Και παρόλο που περιλαμβάνει την έννοια της ιδιοκτησίας, ήταν σπάνιο να υπάρχουν άστεγοι, καθώς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η βασική αυτή ανθρώπινη ανάγκη καλυπτόταν έστω και με υποτυπώδη τρόπο.
Είναι όμως γνωστό ότι ο καπιταλισμός επεκτείνεται συνεχώς, καταλαμβάνοντας και εξαφανίζοντας προκαπιταλιστικές σχέσεις, αντικαθιστώντας τες με άλλες που έχουν σκοπό τη δημιουργία κέρδους για αυτόν που κατέχει την ιδιοκτησία. Αυτό είναι βασικό και έμφυτο χαρακτηριστικό του οικονομικού συστήματος, χωρίς το οποίο δεν είναι δυνατή η αναπαραγωγή και διαιώνισή του. Η έλευση λοιπόν του καπιταλισμού ήρθε να αλλάξει το τοπίο και στον τομέα της στέγης, όπως έπραξε και σε άλλους τομείς.
Η στέγη (και η έλλειψή της) στον σύγχρονο κόσμο και στην Ελλάδα της κρίσης
Ο καπιταλισμός μετέτρεψε τη στεγαστική ανάγκη σε εμπορεύσιμο προϊόν, που πλέον δεν αποσκοπεί στο να καλύψει την ανάγκη κάποιου συγκεκριμένου ανθρώπου, αλλά στο να παράγει κέρδος για αυτόν που την κατέχει και την εκμεταλλεύεται. Είναι ενδεικτικό ότι σήμερα υπάρχουν εταιρείες που θησαυρίζουν από την οικοδόμηση, αγοραπωλησία και εκμετάλλευση χιλιάδων σπιτιών, ενώ υπάρχει μια ολόκληρη χρηματιστηριακή αγορά ακινήτων στην οποία οι τιμές πώλησης και ενοικίασης ανεβοκατεβαίνουν ανάλογα με τις εξελίξεις στην ευρύτερη οικονομία (η οποία αγορά μάλιστα αποτέλεσε την αφορμή της οικονομικής κρίσης του 2008 στις ΗΠΑ). Πλέον το εμπόρευμα-στέγη αν δεν βρει ενδιαφερόμενο αγοραστή ή ενοικιαστή μένει αδιάθετο, ενώ ταυτόχρονα είναι παντελώς αδιάφορο αν υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν σπίτι για να μείνουν.
Το φαινόμενο αυτό έχει πάρει τις πιο ακραίες του διαστάσεις στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες της δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ, όπου πλέον η πλειοψηφία των κατοίκων ζει με ενοίκιο σε σπίτι που δεν ανήκει στους ίδιους αλλά σε κάποια εταιρεία real estate, ενώ πολλοί από όσους κατοικούν στο δικό τους σπίτι κατά βάση πληρώνουν στεγαστικό δάνειο. Οι άστεγοι είναι πολυάριθμοι, τα ενοίκια πανάκριβα (ειδικά στη βόρεια ευρώπη), η ανεργία συνήθως συνεπάγεται και έξωση και γενικά απαιτείται από όλους να δουλεύουν συνεχώς προκειμένου να ικανοποιούν τη βασική ανθρώπινη ανάγκη της προστασίας από τα καιρικά φαινόμενα, ανάγκη η οποία σε παλιότερους καιρούς ήταν αυτονόητη για όλους.
Η σημερινή στάση του καπιταλιστικού ανθρώπου εμφανίζεται εντελώς σχιζοφρενική: κοινωνίες υπνωτισμένες από την κατανάλωση και το διαρκές κυνήγι του κέρδους, αλλοτριωμένες από τον κυνισμό και την απάνθρωπη λογική του καπιταλισμού, εμποτισμένες με την εργασιακή ηθική του χριστιανισμού1 και την (αυτο)θυματοποίηση των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, έχουν πλήρως αποδεχτεί πως είναι συνηθισμένο (και άρα φυσιολογικό) κάποιος να πεθαίνει από την έλλειψη όλων των παραπάνων αυτονόητων για την επιβίωση αγαθών.
Λίγοι αντιλαμβάνονται ότι στον πυρήνα αυτής της κατάστασης βρίσκεται ο θεσμός της ιδιοκτησίας. Και αν για την πλήρη ικανοποίηση όλων των βασικών ανθρώπινων αναγκών για όλους τους ανθρώπους απαιτούνται ευρύτερες ριζοσπαστικές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές, η ικανοποίηση της ανάγκης που λέγεται στέγαση είναι άμεσα εφικτή στο εδώ και στο τώρα: ένα στα τρία σπίτια στην ελλάδα (300.000 στον αριθμό) είναι άδεια. Με δεδομένα μάλιστα του 2015, οι άστεγοι μόνο στην Αθήνα ανέρχονται στους 17.000 (ΕΘΝΟΣ, 11/06/2015).
Απέναντι σε αυτή τη δυστοπία που αποτελεί πραγματικότητα, κάποιοι από το ευρύτερο ανταγωνιστικό κίνημα (ιδιαίτερα από το αναρχικό κομμάτι του) προτείνουν έναν διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης του ζητήματος της στέγασης. Αναπόφευκτα ο τρόπος αυτός θίγει τον θεσμό της ιδιοκτησίας. Ακόμη και αν ο τρόπος αυτός βρίσκει σύμφωνους πολλούς, έστω και αν αντιμετωπίζεται με συμπάθεια, τελικά απορρίπτεται ως “ουτοπία”. Κάτι το παντελώς μη ρεαλιστικό, κάτι μη πραγματοποιήσιμο, κάτι που δείχνει απλά πόσο έχει αλλοτριωθεί ο δυτικός άνθρωπος από την καπιταλιστική λογική. Τη λογική που λέει ότι οι πολλοί πρέπει ακόμη και να πεθαίνουν, να εξαφανίζονται ως στατιστικές, να επιβιώνουν με το ζόρι, να οδηγούνται στην κατάθλιψη, τις νευρώσεις, την αυτοκτονία προκειμένου να ευημερούν οι λίγοι.
Όλα αυτά καταδεικνύουν ότι εμείς οι από τα κάτω πρέπει να θέσουμε ξανά στο προσκήνιο το βασικό αξιακό στοιχείο που λέει ότι η στέγη είναι βασική ανθρώπινη ανάγκη και όχι εμπόρευμα. Πολύ δε περισσότερο για την αναρχική θεώρηση των πραγμάτων, δεν είναι καν αντικείμενο ιδιοκτησίας. Αυτή η βασική αξιακή θέση, ότι δηλαδή η στέγη είναι πάνω απ’ όλα ανθρώπινη ανάγκη που δεν θα έπρεπε να εξαρτάται από οτιδήποτε άλλο, βρίσκεται στο κεντρο της πολιτικής σκέψης όλων των καταλήψεων στέγης του ανταγωνιστικού κινήματος.
Οι καταλήψεις στέγης σε Ευρώπη και Ελλάδα
Η κατάληψη στέγης εμφανίστηκε ως φαινόμενο στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 στην Ευρώπη, καθώς υπήρχαν πολλοί νέοι και άνεργοι που αναζητούσαν στέγη και το στεγαστικό πρόβλημα ήταν πολύ έντονο ήδη από τη λήξη του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Ήρθε ως μια έμπρακτη εναντίωση στην κερδοσκοπία της αγοράς ακινήτων και στην άνοδο των ενοικίων. Οι καταλήψεις αυτές πήραν πανευρωπαϊκά τη μορφή κινήματος με εναλλακτικά, ελευθεριακά και κοινοτικά χαρακτηριστικά. Ενταγμένες στο ευρύτερο κλίμα αμφισβήτησης της εποχής, (Μάης του ’68, αντιπολεμικό κίνημα, σεξουαλική απελευθέρωση, κίνημα αυτομείωσης) οι καταλήψεις στέγης γνώρισαν μεγάλη άνθηση σε χώρες όπως η Γερμανία, Ολλανδία, Ιταλία, Ισπανία και Βρετανία. Κάποιες από αυτές έγραψαν ιστορία στα κινήματα της χώρας τους.
Στην ελλάδα το κίνημα των καταλήψεων έφτασε με καθυστέρηση περίπου μιας δεκαετίας και ταυτόχρονα με το ελληνικό αντίστοιχο του κινήματος νεολεϊστικης αμφισβήτησης και πολιτικοποίησης και, ειδικότερα, αμέσως μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου του 1973 και την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών το 1974, σε συνδυασμό με την άνοδο της συνολικότερης αντικουλτούρας του πανκ. Με τα γεγονότα αυτά, ξεκινά η άνοδος του αντιεξουσιαστικού κινήματος στην ελλάδα, γύρω απο την περιοχή των Εξαρχείων. Το 1981 πραγματοποιείται η πρώτη κατάληψη στέγης που λειτουργεί και ως κοινωνικό κέντρο στην οδό Βαλτετσίου με αντιεξουσιαστικά προτάγματα που αρνούνται μεταξύ άλλων τη μισθωτή σκλαβιά, την κουλτούρα της κατανάλωσης και τις ιεραρχικές σχέσεις. Η Βαλτετσίου εκκενώνεται μερικούς μήνες μετά, ωστόσο η αρχή έχει γίνει.
Έτσι ακολουθεί το πρώτο κύμα καταλήψεων στον ελλαδικό χώρο με τη Βίλλα Στέλλα στο Ν.Ηράκλειο και την κατάληψη Πανανείου στο Ηράκλειο Κρήτης, όπως και σε ένα κτίριο στην Χ.Τρικούπη. Και οι τρεις καταλήψεις καταστέλλονται μερικούς μήνες μετά. Το 1988 καταλαμβάνεται το κτίριο στη Λέλας Καραγιάννη, το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα η παλαιότερη κατάληψη στην ελλάδα. Το 1989, οι πανκς της εποχης αποφασίζουν να καταλάβουν τη Βίλλα Αμαλλίας και να την καθιερώσουν μεταξύ άλλων ως κέντρο αυτοοργανωμένων μουσικών εγχειρημάτων.
Στο διάστημα που ακολουθεί πραγματοποιούνται και άλλες καταλήψεις σε ολόκληρη τη χώρα με αντεξουσιαστικά τουλάχιστον χαρακτηριστικά, οι οποίες φιλοδοξούν να αποτελέσουν πόλο συσπείρωσης για τον κόσμο που θέλει να αμφισβητήσει έμπρακτα το υπάρχον. Το 2008 έρχεται το δεύτερο μεγάλο κύμα καταλήψεων, ως απότοκο της κινηματικής έξαρσης που ακολούθησε την εξέγερση του Δεκέμβρη, στις μεγάλες πόλεις και την επαρχία. Η πρακτική της κατάληψης ως πολιτικό εγχείρημα αυξάνεται εκθετικά τα επόμενα χρόνια σε συνδυασμό και με τις εξελίξεις που πυροδότησε η αρχή της οικονομικής κρίσης.
Με την κάμψη των κινηματικών αγώνων το 2012 και την άνοδο της μετεμφυλιακού τύπου δεξιάς κυβέρνησης Σαμαρά στην εξουσία, μέσα στο γενικότερο κλίμα του κρατικού ρεβανσισμού και της αντιεξέγερσης, ξεκινάει η εφαρμογή του περίφημου δόγματος “νόμος και τάξη” του υπουργού δημόσιας τάξης Ν.Δένδια, που αποφασίζει να χτυπήσει τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα της κοινωνίας και ακολουθείται από ένα κύμα εκκενώσεων καταλήψεων. Μέσα σε λίγους μήνες, όσα δεν καταφέρνουν οι φασιστικές επιθέσεις τα καταφέρνει το κράτος με τις εκκενώσεις καταλήψεων. Εκκενώνονται οι καταλήψεις ΔΕΛΤΑ, Βίλλα Αμαλίας, Σκαραμαγκά, Μαραγκοπούλειο, Παράρτημα, Στέκι ΤΕΙ Πάτρας, Αντιβίωση, Ορφανοτροφείο, εκκενώσεις που συναντούν τη σθεναρή αντίσταση του αναρχικού και αντιεξουσιαστικού χώρου. Τον τελευταίο χρόνο έχει και πάλι ξεκινήσει κύμα επανακαταλήψεων των κτιρίων που εκκενώθηκαν στο παρελθόν, αλλά και νέων καταλήψεων.
Τοπικές συνθήκες της Κέρκυρας
Στην Κέρκυρα οι οικονομικοκοινωνικές συνθήκες διαφέρουν αρκετά από αυτές της υπόλοιπης χώρας. Το βιοτικό επίπεδο είναι σαφώς καλύτερο από εκείνο των μητροπόλεων και για το λόγο αυτό η οικονομική κρίση δεν γίνεται ιδιαίτερα εμφανής, τουλάχιστον όχι στην εικόνα της καθημερινής ζωής. Ωστόσο, το στεγαστικό πρόβλημα στην Κέρκυρα παραμένει τεράστιο: τα ενοίκια παραμένουν απλησίαστα, σχεδόν σε προ κρίσεως επίπεδα, ενώ το κόστος της καθημερινότητας -και λόγω τουρισμού- είναι αρκετά υψηλότερο από τις περισσότερες πόλεις της ελλάδας. Η στέγαση των φοιτητών είναι ανεπαρκής ως προς τον αριθμό, άθλια ως προς την ποιότητα, μερική ως προς τη διάρκεια, και γίνεται κυρίως σε μισθωμένα από το πανεπιστήμιο δωμάτια ξενοδοχείων, όπου οι φοιτητές συστεγάζονται ανά δύο (ακόμα και τρεις ή τέσσερις) και διώχνονται όταν έρχονται τα χριστούγεννα, το πάσχα ή όταν αρχίζει η θερινή τουριστική σεζόν (!).
Με λίγα λόγια η ανάγκη στέγασης, ειδικά στους φοιτητές και τα νεαρότερα κομμάτια των χαμηλών κοινωνικών τάξεων, είναι φλέγουσα και έχει μετατραπεί σε πολυτέλεια που οι περισσότεροι αδυνατούν να καλύψουν. Αποτέλεσμα είναι ένα θλιβερό φαινόμενο που γιγαντώνεται τα τελευταία χρόνια, να παρατούν φοιτητές τις σπουδές τους επειδή η οικογένειά τους δεν μπορεί να πληρώνει ενοίκιο. Στην Κέρκυρα, όμως, δεν είναι ιδιαίτερες μόνο οι οικονομικές συνθήκες, αλλά και οι πολιτικές. Μακριά από τα πεδία των πολιτικών εξελίξεων και αφοσιωμένη στο κυνήγι του ατομικού πλουτισμού, κυρίως μέσω της τουριστικής δραστηριότητας, η κερκυραϊκη κοινωνία άργησε να δράσει για την αντιμετώπιση του στεγαστικού ζητήματος, αλλά και να παρουσιάσει δραστηριότητα στο ευρύτερο πολιτικο πεδίο.
Καταλήψεις στην Κέρκυρα
Η πρώτη κατάληψη στο νησί πραγματοποιείται το 2009. Οι αγώνες ενάντια στην κατασκευή του ΧΥΤΑ στη Λευκίμμη και η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 έδρασαν ως πεδία πολιτικοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης για τον κινηματικό κόσμο της Κέρκυρας, ο οποίος μεχρί τότε δεν είχε καταφέρει ιδιαίτερα να συλλογικοποιηθεί ώστε να σχηματίσει αντιδομές. Το Νοέμβριο, λοιπόν, καταλαμβάνεται ένα εγκαταλελειμμένο ελαιοτριβείο στη Γαρίτσα από τα άτομα της τότε αντεξουσιαστικής συλλογικότητας Δράση-Απόδραση, και έτσι γεννιέται η κατάληψη Ελαία που σήμερα μετράει σχεδόν έξι χρόνια ζωής. Η ανοιχτή συνέλευση της κατάληψης ήταν εξαρχής διαχειριστική και πολιτική. Αν και η σύσταση της συνέλευσης διαφοροποιήθηκε σημαντικά με το πέρασμα του χρόνου (και ως εκ τούτου το ίδιο συνέβη με τον πολιτικό της λόγο και δράση), παρόλαυτα σε όλα τα χρόνια λειτουργίας της διατήρησε τα αντεξουσιαστικά της προτάγματα και προσανατολισμό. Η κατάληψη Ελαία επιχείρησε να λειτουργήσει και ως στεγαστική για ένα μικρό χρονικό διάστημα χωρίς όμως επιτυχία, για διάφορους λόγους, με κυριότερο την ακαταλληλότητα του χώρου της κατάληψης και του διπλανού -ετοιμόρροπου- κτιρίου.
Η κατάληψη Ελαία λειτούργησε καταλυτικά, ειδικά στα πρώτα χρόνια που απαρτιζόταν η συνέλευση από πολλά άτομα με ετερόκλητες πολιτικές αφετηρίες ως χώρος συνεύρεσης, ζύμωσης και πολιτικοποίησης. Στα χρόνια λειτουργίας της έχει πραγματοποιηθεί εισβολή των μπάτσων δύο φορές, ενώ το 2010 δέχτηκε εμπρηστική επίθεση στην οποία κάηκε ένα μεγάλο μέρος της. Η συνέλευση μαζί με αλληλέγγυο κόσμο κατάφεραν να αποκαταστήσουν τις πολύ μεγάλες ζημιές σε πλήρες επίπεδο.
Η δεύτερη κατάληψη που πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα, η Δράκα, λειτούργησε εξαρχής ως στεγαστική, και πραγματοποιήθηκε το 2010. Η ιστορία της χωρίζεται σε δύο χρονικές περιόδους. Στην πρώτη περίοδο, από το Νοέμβρη του 2010 ως τον Σεπτέμβρη του 2011, λειτούργησε ως αυτοοργανωμένη φοιτητική εστία. Μέχρι τότε όσοι φοιτητές το επιθυμούσαν, στεγάζονταν δωρεάν στην εστία και στα συμβεβλημένα με το πανεπιστήμιο ξενοδοχεία. Τον Σεπτέμβρη του 2010 ανακοινώνεται ότι περικόπτεται το κονδύλι για τη στέγαση, ότι μεγάλο μέρος των φοιτητών θα διωχνόταν, ενώ όσοι πληρούσαν τις προϋποθέσεις για να παραμείνουν στα ξενοδοχεία θα έπρεπε πλέον να πληρώνουν για τη στέγασή τους. Ως αντίδραση σε αυτή τη μεθόδευση καταλαμβάνονται οι οικονομικές υπηρεσίες του πανεπιστημίου και η πρυτανεία. Μετά από 2 μήνες, οι καταληψίες αποφασίζουν να καταλάβουν ένα νεοκλασσικό κτίριο στην οδό Αλεξάνδρας 15 το οποίο λειτουργούσε μέχρι τότε ως νοσηλευτική σχολή με ελάχιστους σπουδαστές. Οι ενοχλήσεις από τους μπάτσους και κυρίως το κόψιμο του ρεύματος από τη διευθύντρια της σχολής και του διοικητή του νοσοκομείου, Κ.Γρηγορόπουλο, δημιούργησαν τεράστια προβλήματα στη λειτουργία της κατάληψης. Με μόνο πρόσημο τη φοιτητική ιδιότητα, η συνέλευση δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει μια πολιτική συνοχή που θα ήταν απαραίτητη ώστε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις επιθέσεις αυτές. Έτσι, οι φοιτητές που διέμεναν αποφάσισαν το καλοκαίρι του 2011 να εγκαταλείψουν το κτίριο.
Αρχίζει, λοιπόν, η δεύτερη φάση της Δράκας, όταν το φθινόπωρο του 2011 η κατάληψη συνεχίζει τη λειτουργία της από αναρχικούς συντρόφους που ήδη διέμεναν εκεί. Η κατάληψη αποκτά ανοιχτή πολιτική συνέλευση με ξεκάθαρα αντεξουσιαστικά χαρακτηριστικά και τα μέλη της συνέλευσης από το φθινόπωρο του 2011 ως το καλοκαίρι του 2012 αυξάνονται με εκθετικούς ρυθμούς. Η περίδος εκείνη, από σκοπιά παραγωγής πολιτικού λόγου και δράσης είναι από τις πιο δραστήριες στην Κέρκυρα, καθώς η κατάληψη βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, οργανώνει συνεχώς εκδηλώσεις, πορείες, παρεμβάσεις, προβολές και δρα συσπειρωτικά ως προς τον κινηματικό κόσμο της Κέρκυρας, αλλά και από σκοπιά πλήθους αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων στο νησί, όπου δρουν ταυτόχρονα τρεις καταλήψεις: η Ελαία, η Δράκα και το φοιτητικό στέκι το οποίο προέκυψε μετά από τις μαζικές φοιτητικές κατάληψεις του 2011 με αφορμή την είσοδο ιδιωτών στα πανεπιστήμια.
Τον Ιούλιο του 2012 η κατάληψη Δράκα γίνεται στόχος εμπρηστικής επίθεσης. Καθώς δεν υπήρχε κόσμος στον χώρο την ώρα της επίθεσης, η φωτιά εξαπλώνεται καταστρέφοντας τον πάνω όροφο στον οποίο είχαν οι περισσότεροι διαμένοντες τα δωμάτιά τους, καθιστώντας το κτίριο μη βιώσιμο. Η καταστροφή του κτιρίου, μαζί με το γεγονός ότι οι μπάτσοι έχουν το νομικό, ηθικό και πολιτικό προκάλυμμα ώστε να ανακαταλάβουν το κτίριο, αναγκάζουν τους καταληψίες να αποχωρήσουν. Το ίδιο καλοκαίρι πραγματοποιείται εκκένωση και του φοιτητικού στεκιού.
Προϋποθέσεις, περιεχόμενα…
Το παράδειγμα της Δράκας μπορεί να αποτελέσει μια χρήσιμη αφετηρία για τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει μια κατάληψη στέγης, προκειμένου αυτή να είναι κάτι παραπάνω από ατομική λύση σε ένα ατομικό πρόβλημα. Βασικότερο χρέος κάθε κατάληψης στέγης, όπως και κάθε πολιτικού εγχειρήματος, είναι να προτάσσει το ευρύτερο και το συλλογικό. Και αυτό για κάθε κατειλημμένο κτίριο δεν μπορεί παρά να ξεκινάει, όπως προαναφέρθηκε, από την εμφατική επανανοηματοδότηση της στέγης ως ανθρώπινης ανάγκης, κάτι που φαίνεται να έχει ξεχαστεί από το μεγαλύτερο μέρος των δυτικών κοινωνιών. Αυτονόητη, κατά συνέπεια, είναι η αμφισβήτηση του χαρακτήρα της στέγης ως εμπορεύματος.
Περαιτέρω, μια κατάληψη στέγης με αναρχικά χαρακτηριστικά, σε πολιτικό επίπεδο θα πρέπει να προτάσσει την αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας τουλάχιστον πάνω στο θέμα της στέγασης, αλλά και γενικότερα ολόκληρου του θεσμού της ιδιοκτησίας και τη θέση του μέσα στο οικονομικό σύστημα. Η κατάργηση της ιδιοκτησίας είναι έτσι κι αλλιώς ο κεντρικότερος και πιο μακροπρόθεσμος στόχος της αναρχικής θεώρησης των πραγμάτων, τον οποίο ποτέ δεν πρέπει να χάνουμε από τα μάτια μας αν θέλουμε να λεγόμαστε αναρχικοί.
Για την επίτευξη του στόχου αυτού, όπως και κάθε στόχου μας, τα μεγάλα μας όπλα είναι η αυτοοργάνωση και η αλληλεγγύη. Από την άποψη αυτή, κάθε εγχείρημα κατάληψης στέγης είναι ένα ζωντανό στοίχημα. Σε μια κοινωνία που είναι δομημένη με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο, όπου κυριαρχεί η ιεραρχία αντί της αυτοοργάνωσης και ο κοινωνικός κανιβαλισμός αντί της αλληλεγγύης, μια κατάληψη βρίσκεται μπροστά στο δεύτερο μεγάλο της χρέος: οφείλει να μιλήσει για τις έννοιες αυτές, και ακόμη περισσότερο από αυτό. Με ζωντανό παράδειγμα την ίδια της την ύπαρξη και λειτουργία, οφείλει να αποδείξει στην κοινωνία ότι η αυτοοργάνωση δουλεύει στην πράξη και δουλεύει καλύτερα από κάθε είδος διακυβέρνησης. Ότι η αλληλεγγύη και η συνεργασία μπορούν να οδηγήσουν σε αποτελέσματα που ο ανταγωνισμός και ο ατομικισμός δεν μπορούν. Με τα φιλικά και εχθρικά μάτια να παρακολουθούν την εξέλιξη του εγχειρήματος, το διακύβευμα είναι τεράστιο: αν μια κατάληψη στέγης μπορεί επιτυχώς να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο, τότε μπορούν με τον ίδιο τρόπο να λειτουργήσουν τα πάντα στην ανθρώπινη κοινωνία.
Το τρίτο μεγάλο βήμα είναι να κερδίσουμε το στοίχημα της σύνδεσης του εγχειρήματος με την κοινωνία. Μέσα σε ένα πάντα εχθρικό καθεστώς εξουσίας, καμία κατάληψη στέγης όπως και κανένα εγχείρημα που αμφισβητεί τον πυρήνα δόμησης του εξουσιαστικού κόσμου, την ιδιοκτησία, δεν μπορεί να σταθεί χωρίς την στήριξη των από κάτω. Η αυτοαναφορικότητα είναι παγίδα στην οποία πέφτουν πολύ συχνά πολιτικά εγχειρήματα, και αυτό είναι ιδιαίτερα αληθές σε μια κατάληψη στέγης που θα κάνει το λάθος να περιοριστεί στους τέσσερις τοίχους της ή πίσω από τα κάγκελα της αυλής της. Από τη μία, η επιβίωση της κάθε κατάληψης εξαρτάται άμεσα από την αλληλεγγύη που θα της δοθεί από την κοινωνία σε περίπτωση καταστολής. Από την άλλη, ένα εγχείρημα κατειλημμένης στέγης αποκτά δύναμη όταν εξαπλώνεται, όταν βρίσκει μιμητές, όταν εξελίσεται από ένα μεμονωμένο πείραμα σε κίνημα.
Ο καπιταλισμός είναι μία δυναμική που επιτίθεται συνεχώς, προσαρμόζεται και επεκτείνεται. Απέναντι σε έναν τέτοιο εχθρό, η στασιμότητα και η αδράνεια είναι σφάλμα. Δέκα, εκατό, χιλιάδες καταλήψεις λέει το σύνθημα, και όχι άδικα. Αφενός, πέντε καταλήψεις καταστέλλονται πολύ πιο δύσκολα από μία, αφετέρου ισχύει ότι στο κοινωνικό πεδίο το σύνολο είναι πάντα μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών του: η φωνή που εκπέμπουν στο κοινωνικό γίγνεσθαι πέντε καταλήψεις είναι υπερπολλαπλάσια από αυτή που εκπέμπει μία και μόνη. Είναι επομένως καλό να επιδιώκεται η εφαρμογή ανοιχτών και εξωστρεφών δομών από την κατάληψη. Συμμετοχή σε τοπικούς αγώνες, ριζοσπαστικοποίηση των τοπικών-κοινωνικών κινημάτων, ίδρυση και άλλων υποδομών, προσβάσιμων στην κοινωνία, φιλοξενία και άλλων συλλογικότήτων (αν επιτρέπει ο χώρος), φροντίδα για τη γειτονιά και δημιουργία καλών σχέσεων με τους περίοικους, προώθηση αντιεμπορευματικών λογικών, όλες αυτές είναι επιλογές που κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση.
…προοπτική
Την καπιταλιστική λογική που θέλει τη στέγη ως προϊον προς αγοραπωλησία, ως εμπόρευμα που μόνο σκοπό έχει τη δημιουργία κέρδους, εμείς πρέπει να την αποδομήσουμε στο κοινωνικό σώμα, να την ανατρέψουμε ακόμα και μέσα στο μυαλό μας που είναι γεμάτο από τα βιώματά μας, από τα κατάλοιπα αυτού του κόσμου που γεννάει διαχωρισμούς, ανισότητα, δυστυχία. Σε αυτή τη λογική να επιτεθούμε πολιτικά, υπενθυμίζοντας στην κοινωνία ότι η στέγη δεν είναι διαπραγματεύσιμη, είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου, χωρίς όρους και προϋποθέσεις πέραν της υπευθυνότητας και της φροντίδας του χώρου. Τη στιγμή που τα άδεια σπίτια είναι υπερτριπλάσια των αστέγων είναι πέρα για πέρα παράλογο να υπάρχει κόσμος ο οποίος δε μπορεί να προστατευθεί από τα καιρικά φαινόμενα και αναγκάζεται να μένει στο δρόμο, είναι παράλογο να αναγκάζεται να θυσιάσει άλλες βασικές ανάγκες όπως η τροφή ή το ηλεκτρικό ρεύμα προκειμένου να καλύψει μία άλλη βασική ανάγκη, είναι παράλογο να αναγκάζεται να παρατάει τις σπουδές του ή να συγκατοικεί σε δωμάτιο ξενοδοχείου με έναν ή περισσότερους αγνώστους γιατί δεν έχει που να μείνει, είναι παράλογο ενώ έχει προ πολλού ενηλικιωθεί να μένει ακόμα με τους γονείς του επειδή δεν έχει την οικονομική δυνατότητα για κάτι περισσότερο, είναι παράλογο ακόμα ακόμα και να στερείται την ψυχαγωγία και τη διασκέδασή του προκειμένου να έχει τη δυνατότητα ενός καταλύματος με ηλεκτρικό ρεύμα και νερό.
Για εμάς θα είναι πάντοτε σκοπός η ζωή και όχι η επιβίωση. Πάντα θα εχθρευόμαστε την ιδιοκτησία και όσους επιδιώκουν να αποκομίσουν κέρδος από τις ανθρώπινες ανάγκες. Επιδίωξή μας η κάλυψη των βασικών αναγκών για όλους, από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του. Και ένα πρώτο βήμα για να το καταφέρουμε αυτό είναι να μπούμε στα άδεια σπίτια.
———————————————–
1 – “ει τις ού θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω”, – όποιος δεν θέλει να δουλέψει, δεν πρέπει να τρώει, Απόστολος Παύλος προς Θεσσαλονικείς, Β’, γ), 10.
-“Τον άνθρωπον έμπρακτον εποίησε ο Θεός και κατά φύσιν αυτώ έστι τω εργάζεσθαι” Χρυσόστομος, Εις τας Πράξεις, Ομιλία ΛΕ’,3