ΓΙΑΤΙ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΚΟΙΤΑΜΕ, ΕΚΕΙ ΘΑ ΠΑΜΕ
Έφτασε και πέρασε ο Δεκέμβρης, προπαγανδισμένος από διάφορους ως ο ιδανικός «μαύρος» μήνας. Κυκλοφόρησαν καλέσματα από φυλακισμένους κρατούμενους, οι διαφορές με τη “νέα αναρχία” παραμερίστηκαν (έως εξαφανίστηκαν) κάτω από ένα θολό, συναισθηματικό-συγκυριακό πλαίσιο συνύπαρξης, ενώ επανήλθαν οι λανθασμένες εντυπώσεις ενότητας που άφησε η φαινομενικά κοινή απεργία πείνας πλειάδας κρατουμένων την περασμένη άνοιξη. Και όλο αυτό προκειμένου οι «έξω» να πραγματώσουν ένα κάλεσμα για δράση και εξέγερση των «μέσα»× χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια διεργασία κατάκτησης κοινών θέσεων και στοχεύσεων, αλλά ούτε και οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω συνεννόηση (τουλάχιστον όχι εμφανής ή που να έχει πέσει στην αντίληψή μας).
Όμως, θα περίμενε κανείς πως έχει έρθει ο καιρός ο “χώρος” να ξεπεράσει την μετεφηβική -ηλικιακά και πολιτικά- παγίδα της θεοποιημένης εξέγερσης. Να αντιληφθεί ότι η εξέγερση δεν μπορεί να αποτελεί σκοπό, πόσο μάλλον στρατηγικό μας στόχο. Ότι όταν η εξέγερση θεοποιείται, μεταφυσικοποιείται και τίθεται ως πρόταγμα, μετατρέπεται σε εξεγερτίλα. Και μάλιστα μια εξεγερτίλα που δεν πηγάζει καν από τον καταστροφικό νετσαγεφισμό, που τουλάχιστον προσβλέπει στον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, αλλά αντιθέτως προέρχεται περισσότερο από έναν νιτσεϊκό, υποδόριο νεοφασισμό που μιλάει μόνο για το τεράστιο εγώ και οδηγεί κόσμο να γράφει λέξεις με κεφαλαία. Μόνο που αυτή τη φορά δεν είναι η Πατρίδα ή το Έθνος, αλλά η Ελευθερία, η Δύναμη κλπ.
Θα περίμενε κανείς ένας ζωντανός οργανισμός να αναγνωρίζει τα λάθη του, τις παραλήψεις, και εν τέλει τα όριά του. Να επαναδιαπραγματεύεται τα μέσα του (τακτική) ώστε να φτάσει στον τελικό στόχο του (στρατηγική), εφόσον τέτοιος υπάρχει και δεν περιορίζεται σε στείρες ονειρώξεις καταστροφικών συμπράξεων. Θα περίμενε κανείς όσοι έζησαν-ζήσαμε το Δεκέμβρη να θυμόμαστε -συναισθηματικά και πολιτικά- πόσο μαγικό είναι να λειτουργεί η πόλη στους δικούς μας ρυθμούς, ταυτόχρονα όμως να μην ξεχνάμε αυτό που ακολούθησε τις επόμενες μέρες. Τότε που οι συλλογικές μας ανεπάρκειες υπερτέρησαν, με αποτέλεσμα το αντι-εξεγερτικό σχέδιο του κράτους να εξελιχθεί σχεδόν ανεμπόδιστα.
Θα περίμενε κανείς να έχουμε αντιληφθεί πως η λογική και όχι το συναίσθημα, είναι εκείνη που πρέπει να κινεί τα πράγματα, να παρέχει τους τρόπους και να θέτει τους στόχους. Να έχουμε κάνει την αυτοκριτική μας για το πώς μέχρι σήμερα το συναίσθημα μας έσυρε σε αλληλεγγύη, χωρίς καμία παραπάνω συλλογική ή συντροφική κατάκτηση σε οποιοδήποτε πεδίο. Γιατί, αν η αλληλεγγύη μας είχε ένα πολιτικό πλαίσιο, θα έπρεπε σχεδόν κάθε φορά να λέμε και τις διαφωνίες μας, να ασκούμε κριτική, να βελτιωνόμαστε και εμείς οι ίδιοι ως πολιτικά υποκείμενα αντί να εκπληρώνουμε με αυτοματισμό τα καλέσματα για αλληλεγγύη στους φυλακισμένους (πολιτικούς ή μη).
Προχωρήσαμε λοιπόν ως “χώρος” με γνώμονα την αντανακλαστική αλληλεγγύη και το σύνθημα “ούτε ποινικοί ούτε πολιτικοί…”, που όταν πρωτοφωνάχτηκε είχε σκοπό να εναντιωθεί στη διαχρονική προσπάθεια του κράτους να παρουσιάζει τους πολιτικούς κρατούμενους ως ποινικούς. Και σήμερα θεωρούμε ότι η φυλακή μάς κάνει αυτομάτως όλους «συντρόφους» χωρίς ούτε σπιθαμή κοινών τόπων να έχει κατακτηθεί. Η αλληλεγγύη κατάντησε δεδομένη υποχρέωση, όχι ζωντανή σχέση ανάμεσα σε πολιτικά και κοινωνικά υποκείμενα που μπορεί και να διαφωνούν μεταξύ τους, αλλά να μην έχουν αντιθετικές επιδιώξεις. Γιατί οι κρατούμενοι, πολιτικοί ή μη, ούτε είναι και ούτε πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν ιερές αγελάδες που δεν επιδέχονται καμία κριτική, και των οποίων η ιδιότητα ως έγκλειστων δικαιώνει όλα όσα λένε-πράττουν / είπαν-έπραξαν. Τέτοιες ορθοδοξίες σίγουρα δεν αρμόζουν στην αναρχία.
Θα περίμενε κανείς πως όσο μαγικά κι αν φαίνονται τα σαμποτάζ, οι συγκρούσεις, οι φλεγόμενοι κάδοι και τα καμένα ΑΤΜ, να έχουμε καταλάβει πως ανάλογα με τη γεωγραφική θέση και την κοινωνική πραγματικότητα κάθε πόλης, οι στοχεύσεις είναι (και οφείλουν να είναι) διαφορετικές και να έχουν διαφορετικό επίδικο. Δεν είναι δυνατόν να αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας πολιτικά, μόνο μέσω μίας μητροπολιτικού τύπου βίας και μόνο μέσω αυτής να (αυτο)πραγματωνόμαστε. Σαν αυτή να αποτελεί όχι μέσο, αλλά αυτοσκοπό ανεξαρτήτως δυνατοτήτων και συσχετισμών. Και δίχως να εξετάζεται η χρησιμότητά της, ώστε να φτάσουμε κάπου πέρα από το «εγώ» μας, πέρα από το εξεγερμένο μας είδωλο, που με χαρακτηριστικά θεάματος περισσότερο και λιγότερο ουσίας, επιζητά την πρόσκαιρη φλόγα της εξέγερσης παρά τη ζωντανή φωτιά της επανάστασης.
Θα περίμενε κανείς να έχουμε εύλογα οδηγηθεί στο συμπέρασμα πως οι μεσσιανισμοί δεν ωφελούν στην υπόθεση της κοινωνικής και ατομικής απελευθέρωσης. Να έχουμε απαρνηθεί δρόμους, μοναδικός προορισμός των οποίων είναι η αναίτια αιχμαλωσία και, κατά συνέπεια, η αποχή από την πράξη. Θα περίμενε κανείς να έχουμε αντιληφθεί πως η εργαλειακή χρήση ανθρώπων-συλλογικοτήτων (κάνοντας τα στραβά μάτια σε εξόφθαλμες παθογένειες έως και αντι-αναρχικές συμπεριφορές και θεωρήσεις) που εκτείνεται από τη σιωπηλή αποδοχή μέχρι τον δημόσιο εκθειασμό τους, θα μας οδηγήσει με βεβαιότητα όχι απλά στην επανάληψη σκηνικών που με μελανό τρόπο έχουν ήδη διαχωρίσει τον άλλοτε ενιαίο, παρά τη διαφορετικότητά του, “χώρο”, αλλά και στη δημιουργία καινούριων γεγονότων, περισσότερο ανεξέλεγκτων, περισσότερο παραμορφωτικών του πολιτικού αξιακού μας κώδικα.
Θα περίμενε κανείς να έχουμε αντιληφθεί πως, όταν δεν υπάρχει θεωρία για να οδηγήσει την πράξη αλλά περιμένουμε την πράξη να φτιάξει τη θεωρία, τότε δεν έχουμε κανένα μπούσουλα. Αφηνόμαστε στην τυχαιότητα τακτικών που μετά βεβαιότητας θα φέρουν όχι μόνο την ήττα, αλλά και πιθανότατα τη συντριβή ατομικών και συλλογικών προσπαθειών χρόνων. Θα περίμενε κανείς να έχουμε μάθει από την ιστορία πως οι εξεγέρσεις είτε είναι απρόβλεπτες, είτε είναι αποτυχημένες επαναστάσεις. Σίγουρα, πάντως, δεν προγραμματίζονται με “καλέσματα” σε ημερομηνίες.
“Στρατηγική με τακτική είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για τη νίκη. Τακτική χωρίς στρατηγική, είναι ο θόρυβος πριν την ήττα.”
Μάλλον είναι πολλά αυτά που θα περίμενε κανείς, αλλά επειδή δεν γίνεται να περιμένουμε άλλους να πουν τα αυτονόητα, αναλαμβάνουμε την ευθύνη που πιθανότατα δεν μας αντιστοιχεί ως επαρχιακή αναρχική ομάδα να τα πούμε εμείς. Γιατί το θάρρος -ή η αποκοτιά- και η όποια συνεισφορά στο κίνημα, δεν δικαιώνουν την άποψη κανενός. Αντίθετα, και ειδικά στο χώρο της αναρχικής σκέψης, οφείλουμε να αμφισβητούμε τα πάντα και πρωτίστως τους εαυτούς και τις βεβαιότητές μας. Να κάνουμε σκληρή αυτοκριτική και να “σκοτώνουμε” τους ήρωές μας. Δεν είναι το θάρρος αυτό που δικαιώνει τις επιλογές μας, αλλά ο πολιτικός τους απολογισμός.
Φυσικά δεν προσπαθούμε με κανένα τρόπο ούτε να εσωτερικεύσουμε παθητικότητα, ούτε να θεωρητικοποιήσουμε το φόβο, αλλά να επιχειρήσουμε έναν ψύχραιμο πολιτικό απολογισμό των λαθών μας, ή έστω των πρακτικών που εμείς θεωρούμε αδιέξοδες ελλείψει ενός μεγαλύτερου σχεδίου. Επίσης είναι σημαντικό να πούμε πως ο “χώρος” ούτε αποτελείται, ούτε και θέλουμε να αποτελείται από “ματσό” και “ατρόμητους” μαχητές οι οποίοι θα βάλουν την ελευθερία τους στο ντορβά, ανεξαρτήτως ποιο είναι το όφελος από το εκάστοτε ρίσκο. Θέλουμε τους συντρόφους μας ελεύθερους να πράττουν και να ακολουθούν πρακτικές αντι-βίας όταν αυτές έχουν αιτία και στόχευση, προσδοκώντας σε συγκεκριμένα αποτελέσματα ως μέρη ενός ευρύτερου σχεδίου.
Τέλος, να πούμε, πως αν αξίζει να «επαναλάβουμε» κάποιο μήνα, μάλλον αυτός είναι ο κόκκινος Οκτώβρης της Ρωσίας. Ή, ακόμα καλύτερα, ο μαυροκόκκινος Ιούλης της Ισπανίας. Και αυτοί είναι δύσκολοι μήνες γιατί χρειάζονται συνεπή επαναστατικά υποκείμενα, οργάνωση, δουλειά και ακόμα καλύτερη στόχευση.