* για ανάγνωση σε μορφή PDF πατήστε εδώ
Η παρούσα εισήγηση διαβάστηκε στην εκδήλωση για την καταστροφή και τη λεηλασία της φύσης και της κοινωνίας από το κράτος και το κεφάλαιο στο στο πλαίσιο του 2ημέρου για την αναρχία και τον ελευθεριακό κομμουνισμό που διοργάνωσε η αναρχική ομάδα “δυσήνιος ίππος” στην Πάτρα.
Η αξία του νερού ως φυσικού πόρου, το νερό ως μέσο πίεσης και εξαναγκασμού, (απο)ιδιωτικοποίηση του νερού, και η (έμμεση) ιδιωτικοποίησή του στην Κέρκυρα.
Το νερό ως φυσικός πόρος
Το νερό είναι συνώνυμο της ζωής. Είναι γνωστό πως κάθε οργανισμός χρειάζεται νερό για να επιβιώσει, ενώ έμβια κατάσταση δίχως νερό δεν υφίσταται. Το νερό ως φυσικός πόρος και χημική ένωση του περιβάλλοντος παρουσιάζει ορισµένες ιδιαιτερότητες σε σχέση µε άλλους φυσικούς πόρους: η βασικότερη είναι η σπουδαιότητά του· το νερό είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητο για το ανθρώπινο σώµα, την υγεία, τη γεωργία και τις οικονοµικές δραστηριότητες του ανθρώπου. Η δεύτερη ιδιαιτερότητά του έγκειται στη σπανιότητά του· παρόλο που καλύπτει τη µεγαλύτερη επιφάνεια του πλανήτη, µόνο ένα μικρό ποσοστό του (συγκεκριμένα μόλις περίπου το 2.5%) είναι πόσιµο. Είναι χαρακτηριστικό ακόµη ότι η συνολική του ποσότητα είναι πεπερασµένη και περιορισµένη, δεν παράγονται νέες ποσότητες νερού στη φύση, επομένως κάθε σταγόνα νερού που βρίσκεται στον πλανήτη υπάρχει εδώ και εκατομμύρια χρόνια. Η τρίτη ιδιαιτερότητα του νερού είναι η ευκολία µε την οποία ο άνθρωπος µπορεί να το διαχειρίζεται· το νερό, σε αντίθεση για παράδειγµα µε τον αέρα, µπορεί εύκολα να περιοριστεί σε σωληνώσεις ή συσκευασίες, να µεταφερθεί, να διανεµηθεί, να αγοράζεται και να πωλείται. Κατά συνέπεια, ο τρόπος µε τον οποίο θα καταναλωθεί και θα αξιοποιηθεί, από ποιους και υπό ποιους όρους, είναι εφικτό να αποτελεί αντικείµενο απόφασης.
Είναι αναµφισβήτητο ότι οι ανθρώπινες ανάγκες σε νερό βαίνουν συνεχώς αυξητικά, αφού αυξάνεται ο παγκόσµιος πληθυσµός και συγχρόνως η ζήτηση σε νερό από τις δραστηριότητες της γεωργίας, της βιοµηχανίας και εν γένει της παραγωγής γίνονται ολοένα και πιο υδροβόρες. Είναι ενδεικτικό ότι, σύµφωνα µε ορισµένες εκτιµήσεις, στα επόµενα 25 χρόνια προβλέπεται η χρήση νερού να αυξηθεί κατά 40%, ενώ 17% περισσότερο νερό θα απαιτείται προκειµένου η αγροτική παραγωγή να καλύψει τις ανάγκες του παγκόσµιου πληθυσµού σε τρόφιµα. Με δεδοµένα την πεπερασµένη ποσότητα του νερού στον πλανήτη, την τεράστια έλλειψή του σε συγκεκριµένες γεωγραφικές περιοχές, αλλά και την ανισοµέρεια στη χρήση του, δεν χρειάζεται µεγάλη προσπάθεια για να αντιληφθεί κανείς ότι το µέλλον για τους «από κάτω» του κόσµου προδιαγράφεται τουλάχιστον ανησυχητικό. Ούτε χρειάζεται µεγάλη διορατικότητα για να καταλάβει κανείς ότι το νερό µπορεί να λειτουργήσει ως µοχλός άσκησης γεωπολιτικής επιρροής και κοινωνικής πίεσης. Στην πραγµατικότητα, αυτό ήδη συµβαίνει σε πολλές περιοχές του πλανήτη και θα συνεχίσει να συµβαίνει ακόµη πιο έντονα στο µέλλον. Το πολύτιµο αυτό στοιχείο, ακριβώς επειδή είναι το υπέρτατο αγαθό, µπορεί να αποδειχτεί και το µεγαλύτερο όπλο. Όποιος ελέγχει το νερό, ελέγχει και τις τύχες των ανθρώπων.
Η παρέµβαση στο περιβάλλον
Το νερό ως µέσο πίεσης και εξαναγκασµού
Το νερό ως όπλο
Περίπου ένα δισεκατοµµύριο άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε πόσιµο νερό (συγκεκριµένα, σύµφωνα µε πόρισµα του ΟΗΕ που δηµοσιεύτηκε το 2013, 780 εκατοµµύρια άνθρωποι), ενώ 6 µε 8 εκατοµµύρια άνθρωποι πεθαίνουν ετησίως από σχετιζόµενες µε το νερό ασθένειες. Οι άνθρωποι αυτοί δεν βρίσκονται µόνο σε φτωχές χώρες της Αφρικής και της Ασίας. Ακόµη και µέσα στις καπιταλιστικά ανεπτυγµένες δυτικές χώρες, τεράστιες εκτάσεις γης στερεύουν από νερό ή η ρύπανση των υδάτινων πόρων καθιστά το νερό τους µη πόσιµο. Στις ΗΠΑ ο ποταµός Colorado έχει εκτραπεί ώστε να τροφοδοτεί µε νερό τις µεγάλες πόλεις που βρίσκονται µέσα στην έρηµο, όπως για παράδειγµα το Las Vegas του οποίου η τύχη για τα επόµενα χρόνια κρίνεται παρόλα αυτά αβέβαιη. Στην Κίνα η υπέρµετρη άντληση ποταµών οδηγεί σε εσωτερικά µεταναστευτικά ρεύµατα, ενώ η ρύπανση του ποταµού Yangtze (του µεγαλύτερου ποταµού της Ασίας) έχει φτάσει σε τέτοια επίπεδα όπου θέτει σε άµεσο κίνδυνο εκατοµµύρια Κινέζους.
Από την άλλη, θίγοντας το παράδειγµα της MEKOROT, κρατικής επιχείρησης ύδρευσης του Ισραήλ, διαφαίνεται πως ο έλεγχος του νερού µπορεί να συµβάλλει ζωτικά στις διάφορες κατασταλτικές βλέψεις· εν προκειµένω, στις πολιτικές εκτοπισµού του ισραηλινού κράτους. Συγκεκριµένα, κατόπιν επέµβασης του ισραηλινού στρατού, η MEKOROT κατέχει το µονοπώλιο της άντλησης-διαχείρισης-διανοµής του νερού σε αυτά τα εδάφη. Έτσι, είναι σε θέση να παρέχει δραµατικά περιορισµένη ποσότητα νερού στις παλαιστινιακές κοινότητες, τις οποίες µάλιστα χρεώνει πιο ακριβά από ό,τι χρεώνει τις αντίστοιχες ισραηλινές. Ακόµη, έχει στερέψει τις φυσικές πηγές και τα πηγάδια στα κατεχόµενα εδάφη, έχει καταστρέψει δεξαµενές και αυτοσχέδιες εγκαταστάσεις ύδρευσης, ενώ σταθερά πλανάται η απειλή της οριστικής διακοπής παροχής. Συνολικά, ελέγχοντας το νερό έχει επιβάλλει ένα ιδιότυπο apartheid κατά των παλαιστινιακών κοινοτήτων και διάφορων αραβικών φυλών της περιοχής.
Είναι πολύ συχνό φαινόµενο, αφού τα ποτάµια δεν γνωρίζουν σύνορα, περισσότερες από µία κοινότητες ή χώρες να µοιράζονται υδάτινους πόρους. Το γεγονός αυτό, θεωρητικά, δίνει τη δυνατότητα σε κάθε κράτος να αποσπά την πρόσβαση από το επόµενο «κλείνοντας τη στρόφιγγα». Η στέρηση του νερού σε πληθυσµούς άλλων χωρών ή σε ανεπιθύµητες µειονότητες στο εσωτερικό µπορεί να αποδειχτεί ανεκτίµητο όπλο στα χέρια των αφεντικών του πλανήτη. Μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες αλλά και κράτη, προεξοφλώντας τις µελλοντικές εξελίξεις σπεύδουν από τώρα να εξασφαλίσουν πολύτιµα αποθέµατα νερού, σε έναν άτυπο µέχρι στιγµής πόλεµο για τον σηµαντικότερο πόρο του πλανήτη. Είναι σαφές ότι αν δεν αλλάξει κάτι στο κοντινό µέλλον, η εξασφάλιση του νερού θα γίνεται σύµφωνα µε το δίκαιο του ισχυρού.
Το νερό είναι κοινωνικό αγαθό ή εµπόρευµα;
Ιδιωτικοποίηση ή δηµόσια διαχείριση;
Σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία, οι άνθρωποι οργάνωναν τη ζωή τους γύρω από περιοχές µε νερό. Δεν είναι τυχαίο ότι οι µεγαλύτεροι πολιτισµοί της αρχαιότητας αναπτύχθηκαν γύρω από γόνιµες περιοχές του πλανήτη µε αφθονία νερού (παράδειγµα Μεσοποταµία, Αίγυπτος). Για χιλιετίες οι άνθρωποι ικανοποιούσαν τη δίψα τους, τις ανάγκες της γεωργίας, και κάθε άλλη ανάγκη τους, απλώς αντλώντας το νερό από όπου αυτό υπήρχε διαθέσιµο, δίχως όρους και προϋποθέσεις. Η πρακτική αυτή ήταν αυτονόητη, το αντίθετο ήταν όχι µόνο τεχνολογικά ανέφικτο, αλλά και φιλοσοφικά αδιανόητο. Το νερό, λοιπόν, υπήρξε για χιλιετίες κοινωνικό αγαθό.
Σήµερα τα πράγµατα είναι διαφορετικά. Ο καπιταλισµός µετέτρεψε το κοινωνικό αυτό αγαθό σε εµπόρευµα, δηλαδή σε ένα προϊόν που αποσκοπεί στη δηµιουργία κέρδους. Δωρεάν νερό δεν υπάρχει, εκτός αν κάποιος έχει δική του γεώτρηση. Το νερό φτάνει στους ανθρώπους µέσω δηµόσιων, δηµοτικών ή ιδιωτικών εταιριών ύδρευσης. Για την παροχή πληρώνουµε λογαριασµούς και θεωρείται αυτονόητο ότι η παροχή διακόπτεται αν το ποσό δεν καταβληθεί έγκαιρα. Ταυτόχρονα, το νερό πωλείται παντού εµφιαλωµένο από εταιρείες που το αντλούν δωρεάν ή σχεδόν δωρεάν από τις φυσικές πηγές. Στην καπιταλιστική οικονοµία δεν είναι αποδεκτό οι άνθρωποι να αποκτούν απευθείας από τη φύση την ποσότητα νερού που χρειάζονται, αφού έτσι δεν προκύπτει κέρδος για κανέναν.
Όπως για κάθε διαχειρίσιµο φυσικό πόρο, έτσι και για το νερό το καπιταλιστικό σύστηµα δηµιουργεί ένα ολόκληρο πλέγµα οικονοµικών δραστηριοτήτων, οι οποίες προσµετρού νται και στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της εκάστοτε εθνικής οικονοµίας: φορολογικά έσοδα για τα κράτη, κέρδη για τους ιδιώτες, µία πρωτογενή χρηµατιστηριακή αγορά νερού (µε τις σχετικές διακυµάνσεις στην τιµή ανάλογα µε την προσφορά και τη ζήτηση), και µια δευτερογενή αγορά παραγώγων («futures») ή µετοχών εταιρειών που αγοράζουν και πωλούν χρηµατιστηριακά προϊόντα, οι τιµές των οποίων αυξοµειώνονται ανάλογα µε την προσδοκία µελλοντικής κερδοφορίας των εταιρειών που εµπορεύονται το νερό. Με λίγα λόγια, ένα πλέγµα οικονοµικών δραστηριοτήτων που σύµφωνα µε την κυρίαρχη ορολογία ονοµάζονται «επενδύσεις» και οδηγούν στο µύθευµα της καπιταλιστικής «ανάπτυξης», πάντα φυσικά προσφέροντας σε αντάλλαγµα το πολύτιµο δέλεαρ των «θέσεων εργασίας».
Το ερώτηµα αν το νερό είναι αγαθό ή εµπόρευµα είναι η βασικότερη συζήτηση που πρέπει να τεθεί, όταν διεξάγεται δηµόσιος διάλογος σχετικά µε οποιοδήποτε ζήτηµα αφορά το νερό, τόσο σε πολιτικό όσο και σε τεχνικό επίπεδο. Καµία παραπέρα συζήτηση δεν µπορεί να οδηγήσει σε κάτι ουσιώδες, µέχρι να δοθεί σαφής απάντηση στο ερώτηµα αυτό. Και αυτό διότι µέσα στην ίδια την απάντηση υπάρχουν άµεσα σηµαντικές προεκτάσεις.
Tο εµπόρευµα αντιδιαστέλλεται ολοκληρωτικά από το αγαθό. Το αγαθό προορίζεται για να καλύψει µια ανθρώπινη άµεση ανάγκη, έχει εποµένως µια αναµφισβήτητη αξία. Το εµπόρευµα, από την άλλη, δεν προορίζεται για να καλύψει την ανάγκη κανενός συγκεκριµένου ανθρώπου, αλλά προορίζεται για να πωληθεί σε όποιον είναι διατεθειµένος να το αγοράσει, και έχει αναµφισβήτητα τιµή. Η λογική που διέπει τη διαχείριση των αγαθών είναι αυτή της εξοικονόµησης, της διατήρησης, της ορθολογικής διαχείρισης, της κατά το δυνατό ελεύθερης πρόσβασης και δίκαιης κατανοµής σε όλους. Η λογική που διέπει τη διαχείριση των εµπορευµάτων είναι αυτή της ιδιοκτησίας, της οικονοµικής τους εκµετάλλευσης, της άνισης διάθεσης στους ανθρώπους, της διαµόρφωσης τιµής σύµφωνα µε τους κανόνες της αγοράς, χωρίς η πραγµατική αφθονία ή σπανιότητα του εµπορεύσιµου προϊόντος να επιδρά µε κάποιον τρόπο στη συναλλαγή -πέρα από την αντίστοιχη προσαρµογή της τιµής φυσικά. Το εµπόρευµα µπορεί να σπαταλιέται από όποιον το πληρώνει, αφού αυτό συνεπάγεται κέρδη για όποιον το εµπορεύεται και αφού, εν τέλει, ο καταναλωτής «το πλήρωσε» άρα «του ανήκει».
Το νερό ως αγαθό επιτάσσει την κοινωνική και δηµόσια διαχείρισή του. Το νερό ως εµπόρευµα σηµαίνει την επιβολή ιδιωτικοποίησης και της οικονοµικής του εκµετάλλευσης. Σε παγκόσµιο επίπεδο πραγµατοποιείται ένας διαρκής διάλογος πάνω στο ζήτηµα αυτό, και διαφορετικά κράτη έχουν ακολουθήσει διαφορετικούς δρόµους ως προς τη διαχείριση των υδάτινων πόρων. Πρόκειται για ένα διάλογο, ωστόσο, που διεξάγεται ανάµεσα σε ηγέτες, θεσµοθετηµένους οργανισµούς, think tanks, περιβαλλοντικές µη κυβερνητικές οργανώσεις και οικονοµολόγους. Σε αυτόν δεν συµµετέχουν οι από τα κάτω αυτού του κόσµου, ούτε ζητείται η γνώµη τους· καλούνται, όµως, σε κάθε περίπτωση να πληρώσουν τις συνέπειες των επιλογών όλων των παραπάνω.
Λατινική Αµερική – ΗΠΑ
Ένα σχετικό παράδειγµα αποτελεί η περίπτωση της Βολιβίας. Το 1997 εκκίνησαν οι διαδικασίες ιδιωτικοποίησης του νερού, ενώ δύο χρόνια αργότερα όλες οι υποδοµές ύδρευσης και αποχέτευσης της πόλης Cochabamba πέρασαν στην κατοχή της διεθνούς κοινοπραξίας AGUAS DE TUNARI. Μέσα σε λίγο διάστηµα, η εταιρία αύξησε κατακόρυφα τις χρεώσεις του νερού, χρεώσεις που έφτασαν µέχρι και 200 φορές πιο ψηλά από ό,τι προηγουµένως. Όταν οι κάτοικοι ξεκίνησαν να ανοίγουν δικές τους γεωτρήσεις και να µαζεύουν το νερό της βροχής, θεσπίστηκε νοµοθεσία που απαγόρευσε αυτές τις πράξεις, φυσικά µε σκοπό να προστατευθούν οι πωλήσεις του εµπορευµατοποιηµένου νερού.
Tα «πειράµατα» ιδιωτικοποίησης βασικών ανθρώπινων αγαθών συνεχίστηκαν στη Λατινική Αµερική. Στη Χιλή, το νερό είναι εµπορευµατοποιηµένο στον υπέρτατο βαθµό. Τα δικαιώµατα άντλησης και κατανάλωσης νερού είναι αντικείµενο αγοράς, πώλησης, ενοικίασης και παραχώρησης, ακριβώς όπως συµβαίνει σε άλλες χώρες µε την ακίνητη περιουσία. Δεν υπάρχει τίποτε που να εµποδίζει κάποιον ιδιώτη να αποκτήσει τα δικαιώµατα εκµετάλλευσης του συνόλου των αποθεµάτων µιας περιοχής, απλά και µόνο επειδή είναι ο πλειοδότης. Το καθεστώς αυτό στη Χιλή επιβλήθηκε από τη δικτατορία Pinochet, υπό τα διδάγµατα του νεοφιλελεύθερου δόγµατος, και φυσικά δεν περιορίστηκε µόνο στο νερό.
Παρεµφερής περίπτωση είναι της AGUAS ARGENTINAS, µιας ιδιωτικής εταιρίας που ανέλαβε την ύδρευση και αποχέτευση στο Buenos Aires της Αργεντινής. Υπό την κυβέρνηση του Carlos Menem και των νεοφιλελεύθερων δογµάτων που αυτή ακολούθησε, αποφασίστηκε η ιδιωτικοποίηση της δηµόσιας εταιρείας ύδρευσης. Για να γίνει ελκυστική για τους επενδυτές, τα τιµολόγια αυξήθηκαν κατά 21% τον Φεβρουάριο του 1991 και ακόµη 29% µετά από δύο µήνες. Τον Φεβρουάριο του 1992 οι χρεώσεις αυξήθηκαν επιπλέον 18%, και αµέσως µετά επιβλήθηκε ΦΠΑ οδηγώντας σε νέας αύξηση (21%). Αµέσως πριν την ιδιωτικοποίηση, οι τιµές του νερού αυξήθηκαν κατά 8% ακόµη. Μετά από αυτές τις εξελίξεις, η εταιρεία κατέστη ελκυστική για τους επενδυτές και πουλήθηκε το 1993 σε κοινοπραξία ιδιωτών, στην οποία συµµετείχαν τα γνωστά ονόµατα SUEZ LYONAISSE, VIVENDI (µετέπειτα VEOLIA), καθώς και… η Παγκόσµια Τράπεζα.
Το ιδιωτικό σχήµα προχώρησε αµέσως σε περικοπές προσωπικού κατά 40%. Στα επόµενα χρόνια, απέτυχε σχεδόν σε όλους τους στόχους που προέβλεπε η σύµβαση παραχώρησης. Ενώ για λόγους σταθερότητας των κερδών προβλεπόταν η απαγόρευση µεταβολής των τιµών του νερού, ο επενδυτής επικαλέστηκε «έκτακτα οικονοµικά προβλήµατα» µόλις οκτώ µήνες µετά τη σύµβαση παραχώρησης, και πέτυχε επιπλέον αυξήσεις τιµολογίων που την οδήγησαν σε αστρονοµικά κέρδη κατά το δεύτερο χρόνο λειτουργίας της. Παράλληλα, οι προβλέψεις για επέκταση του δικτύου ύδρευσης, που αποτελούσε το πιο φλέγον ζήτηµα ύδρευσης της πόλης, καλύφθηκαν µόλις κατά το ήµιση και χωρίς να περιλαµβάνουν τα φτωχότερα τµήµατα του Buenos Aires.
Στην πρώτη δεκαετία λειτουργίας της ιδιωτικής επιχείρησης, τα τιµολόγια ανέβηκαν κατά µέσο όρο 88%, σε µία περίοδο σχεδόν µηδενικού πληθωρισµού στη χώρα. Μέσα στην ίδια δεκαετία, µε συνεχείς τροποποιήσεις της σύµβασης, αναβλήθηκαν επανειληµµένα οι υποχρεώσεις της AGUAS ARGENTINAS για κατασκευή εργοστασίων επεξεργασίας λυµάτων και επέκταση της αποχέτευσης, καθώς και η εφαρµογή πολλών περιβαλλοντικών όρων. Αποτέλεσµα ήταν το πόσιµο νερό του ποταµού Rio de la Plata να ρυπανθεί µε λύµατα σε επίπεδα που κατέστησαν το δίκτυο ύδρευσης επικίνδυνο για τη δηµόσια υγεία και να επιβληθούν στην εταιρεία σωρεία προστίµων. Μόλις δύο µήνες πριν την αποχώρησή της από την εξουσία, η κυβέρνηση του Carlos Menem διέγραψε µε νόµο ένα µεγάλο µέρος από αυτά.
Μετά την κατάρρευση της οικονοµίας το 2001, η εταιρεία χρεοκόπησε και δήλωσε αδυναµία να εφαρµόσει τους όρους της σύµβασης. Μετά από αδιάκοπους αγώνες και πιέσεις των κατοίκων της πρωτεύουσας της Αργεντινής ενάντια στην εξαιρετικά αντιδηµοφιλή πλέον εταιρεία, η κυβέρνηση του Néstor Kirchner τελικά κατήγγειλε τη σύµβαση παραχώρησης και ίδρυσε µια νέα δηµόσια επιχείρηση, η οποία πάγωσε τις τιµές του νερού και ξεκίνησε ένα πρόγραµµα βελτίωσης των υποδοµών της. Πρώτη προτεραιότητα αποτέλεσε η διεκδικούµενη επέκταση του δικτύου σε φτωχές περιοχές, η µείωση της ρύπανσης, και η βελτίωση της ποιότητας του πόσιµου νερού. Η δηµόσια εταιρεία έχει ελάχιστα κέρδη και η επέκταση των δικτύων γίνεται αποκλειστικά µε κρατικά κεφάλαια. Μία δεκαετία ιδιωτικοποίησης τής (ήδη κακής µέχρι τότε) κρατικής υπηρεσίας ύδρευσης αποτυπώθηκε στη συλλογική µνήµη των κατοίκων του Buenos Aires ως ένα λάθος το οποίο δεν πρέπει να επαναληφθεί.
Στον ανεπτυγµένο καπιταλιστικά κόσµο η εµπειρία δείχνει ότι η ιδιωτικοποίηση του νερού και η διαχείρισή του ως εµπόρευµα δεν ήταν ούτε αποδοτική, ούτε κοινωνικά δίκαιη, ούτε περιβαλλοντικά αποδεκτή. Και αυτό αποτελεί απόλυτα λογικό συµπέρασµα όταν το νερό αντιµετωπίζεται ως εµπόρευµα. Όπως µε κάθε εµπόρευµα, η τιµή θα πρέπει να είναι υψηλή και το κόστος χαµηλό ώστε να εξασφαλίζονται κέρδη. Η ποιότητα του νερού απαιτεί δαπάνες, και είναι δευτερεύον ζήτηµα, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι το δίκτυο ύδρευσης µιας πόλης είναι µοναδικό, εποµένως όποιος εµπορεύεται το νερό το πράττει ως µονοπώλιο.
Η περίπτωση του νερού του Flint στο Michigan των ΗΠΑ είναι πολύ χαρακτηριστικό παράδειγµα των συνεπειών που µπορεί να έχει η περικοπή του κόστους στην παροχή νερού. Εκεί, τον Απρίλιο του 2014 για λόγους οικονοµίας οι τοπικές αρχές αποφάσισαν να αλλάξουν την πηγή του νερού τους και να το αντλήσουν από µολυσµένο ποτάµι, τα τοξικά νερά του οποίου προκάλεσαν διαρροή µολύβδου από τις πεπαλαιωµένες σωληνώσεις (οι οποίες επίσης για λόγους κόστους δεν είχαν αντικατασταθεί). Αποτέλεσµα ήταν εκτεθεί σε αυξηµένα επίπεδα µολύβδου ο τοπικός πληθυσµός, µε τουλάχιστον 87 κρούσµατα δηλητηρίασης και 10 νεκρούς, αν και οι πραγµατικές συνέπειες στη δηµόσια υγεία είναι δύσκολο να υπολογιστούν µε ακρίβεια.
Επίσης στην Αµερική, ο κολοσσιαίου κόστους αγωγός πετρελαίου Dakota Access που δροµολογείται να περάσει από την περιοχή Standing Rock κυοφορεί κινδύνους µόλυνσης µέσω διαρροών του πόσιµου νερού της λίµνης Oahe και του ποταµού Missouri. Εκατοντάδες φυλές ινδιάνων έχουν συγκεντρωθεί από τον Απρίλιο του 2016 στην περιοχή Standing Rock και ένας αγώνας βρίσκεται σε εξέλιξη. Παρόλη τη βίαιη καταστολή του αµερικανικού κράτους, ο αγώνας δεν κάµφθηκε, µε αποτέλεσµα την πρόσφατη απόφαση για απόρριψη της συνέχειας του έργου.
Ευρώπη
Και από τα παραπάνω προκύπτει ότι όταν µιλάµε για την ποιότητα του πόσιµου νερού, ο παράγοντας κόστος δεν είναι δυνατόν να υφίσταται, ούτε ως λογική, ούτε φυσικά ως πρόφαση. Σε πολλές πόλεις της Ευρώπης που το δίκτυο ύδρευσής τους είχε ιδιωτικοποιηθεί, συνειδητοποιώντας ότι προτεραιότητα του ιδιώτη δεν µπορεί να είναι κάτι άλλο πέρα από το κέρδος, προχώρησαν σε αποϊδιωτικοποίησή του, προκειµένου να ανεβάσουν την ποιότητα, µε πιο χαρακτηριστικά παραδείγµατα αυτά του Παρισιού (Γαλλία), του Βερολίνου (Γερµανία) και του Valladolid (Ισπανία).
Στο Παρίσι το δηµοτικό συµβούλιο της πόλης αποφάσισε το 2008 να µην ανανεώσει τη σύµβαση µε τις ιδιωτικές εταιρείες VEOLIA και SUEZ, οι οποίες είναι δύο από τις γαλλικές εταιρείες που κυριαρχούν παγκοσµίως στον τοµέα της διαχείρισης των δικτύων ύδρευσης. Ο δήµος αποφάσισε να δηµιουργήσει τη δηµοτική εταιρεία Eau de Paris και να θέσει υπό την εποπτεία του τη λειτουργία του συστήµατος από το 2010. Με αυτήν την αλλαγή κατάφεραν την εξοικονόµηση πόρων κατα 15% σε σχέση µε πριν, να φτιάξουν ένα ασφαλέστερο για το περιβάλλον και αποδοτικότερο υδρευτικό σύστηµα, καθώς και να µειώσουν τα τιµολόγια των λογαριασµών κατά 8%.
Το 2006 δηµιουργείται στο Βερολίνο η κίνηση πολιτών Berliner Wassertisch ως µέσο πίεσης του δήµου για την κοινοποίηση των µυστικών συµβάσεων που είχε συνάψει µε ιδιωτικές εταιρίες διαχείρισης του νερού. Τα επόµενα χρόνια το ζήτηµα της δηµοτικής διαχείρισης του νερού αναδεικνύεται στο κοινωνικό πεδίο, µε τη διοργάνωση δηµόσιων συζητήσεων και δηµοψηφισµάτων. Σε ένα τελευταίο δηµοψήφισµα το 2011, υπερψηφίζεται η πρόταση αποϊδιωτικοποίησης του νερού και, παρά τις αντιρρήσεις της τοπικής εξουσίας, το 2013 αγοράζονται οι µετοχές των ιδιωτικών εταιριών και οι υπηρεσίες ύδρευσης περνούν σε δηµοτικό έλεγχο.
Πιο ειδικά για το Βερολίνο, το 1999 ιδιωτικοποιείται (εν µέρει) το νερό με όρους ΣΔΙΤ (σύµπραξη δηµόσιου – ιδιωτικού τοµέα) µε αποτέλεσµα την είσοδο δύο ιδιωτών στην εταιρεία διαχείρισης, συγκεκριµένα του γερµανικού οµίλου RWE και της γαλλικής πασίγνωστης VEOLIA. Η σύµβαση αφορούσε την πώληση του 49,9% των µετοχών της εταιρείας ύδρευσης, η διάρκειά της ήταν τριακονταετής, οι όροι σύναψης της συµφωνίας µυστικοί. Όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, ο δήµος του Βερολίνου εγγυόταν για τα κέρδη των ιδιωτών, εποµένως αύξανε διαρκώς τις τιµές του νερού.
Το 2004 επιχειρείται η µεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση τιµών νερού, συγκεκριµένα κατά 15,4%. Τα προηγούµενα και επόµενα χρόνια οι συνεχείς αυξήσεις ήταν χαµηλότερες. Το 2006, εµπνευσµένοι από την επιτυχία των κινηµάτων της Βολιβίας στο θέµα του νερού, αριστερές οργανώσεις, περιβαλλοντικές κινήσεις κλπ ξεκινούν συλλογή υπογραφών για τη διενέργεια δηµοψηφίσµατος µε αίτηµα τη δηµοσιοποίηση της σύµβασης πώλησης. Τη δεδοµένη στιγµή δεν επιτρεπόταν η διενέργεια δηµοψηφίσµατος µε αίτηµα την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Ωστόσο, όταν το 2008 συγκεντρώνονται οι απαιτούµενες από το νόµο υπογραφές, η τοπική αυτοδιοίκηση µε απόφασή της αρνείται τη διενέργειά του, προβάλλοντας λόγους αντισυνταγµατικότητας. Οι οργανώσεις προσφεύγουν στο συνταγµατικό δικαστήριο , το οποίο ένα χρόνο αργότερα δικαιώνει ολοκληρωτικά τις κινητοποιηµένες οργανώσεις.
Το 2011 πραγµατοποιείται το δηµοψήφισµα, πάντα µε αίτηµα τη δηµοσιοποίηση των συµβάσεων, και υπερψηφίζεται µε 660.000 ψήφους βερολινέζων. Μετά τη δηµοσίευση των (σκανδαλωδών) συµβάσεων, συγκροτείται εξεταστική επιτροπή για να αποδώσει ευθύνες σε στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης που τις είχαν υπογράψει. Εν τέλει απαλλάχτηκαν από τις όποιες ευθύνες, καθώς η σύµβαση κρίθηκε πολύ επαχθής µεν (και εποµένως δεν µπορούσε να συνεχιστεί) αλλά νοµότυπη δε. Το αποτέλεσµα ήταν να µην ακυρωθεί αναδροµικά η σύµβαση, αλλά ο δήµος να αγοράσει σε τσουχτερή τιµή πίσω τις µετοχές από την RWE (µάλιστα µε δάνειο το οποίο πλήρωσαν οι δηµότες). Παράλληλα, η εταιρεία ύδρευσης καταδικάστηκε από την κρατική επιτροπή για την αντιµετώπιση των καρτέλ (παρόµοια της ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισµού) για τις υψηλές τιµές του νερού της και υποχρεώθηκε να µειώσει τις τιµές κατά 17%. Μετά από πρόσφατο σκάνδαλο περί περιβαλλοντικών αδικηµάτων, και ενώ η κοινή γνώµη είχε στραφεί ολοκληρωτικά κατά των ιδιωτών επενδυτών, ο δήµος αγοράζει και τις µετοχές της VEOLIA µε αποτέλεσµα η εταιρεία πλέον να είναι ξανά 100% δηµοτική.
Σε µια αντίστοιχη περίπτωση, το 2016 στο Valladolid µετά από κινήσεις πολιτών που µεταξύ άλλων είχαν δηµιουργήσει µία ηλεκτρονική πλατφόρµα πληροφόρησης και συντονισµού για την αποϊδιωτικοποίηση των υπηρεσιών ύδρευσης, το δηµοτικό συµβούλιο της πόλης δεν ανανεώνει τη σύµβαση µε ιδιωτική εταιρία και η διαχείριση των υδάτων περνούν σε δηµοτικό έλεγχο.
Σήµερα στον ελλαδικό χώρο γίνονται κινήσεις για την ιδιωτικοποίηση του νερού γεγονός το οποίο έχει προκαλέσει αντιδράσεις πολιτών που συλλογικοποιούνται και εναντιώνονται σε αυτήν. Κάποια χαρακτηριστικά παραδείγµατα είναι αυτά της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας, της Χαλκιδικής, του Βόλου, και της Κρήτης. Στο πλαίσιο εφαρµογής του 3ου µνηµονίου, το κράτος βρίσκεται σε διαδικασία πώλησης των µετοχών των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ (αµφότερες οι οποίες εντάσσονται στο ΤΑΙΠΕΔ) σε ιδιωτικές εταιρίες. Αυτές οι προσπάθειες για την ώρα έχουν καθυστερήσει λόγω των κοινωνικών αντιστάσεων. Ενδεικτικά, τέτοιες κινήσεις εναντίωσης είναι τα Savegreekwater και η Κίνηση 136. Σηµαντικό είναι να αναφερθεί πως και στις δύο αυτές πόλεις αλληλέγγυοι στον αγώνα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση είναι τα σωµατεία εργαζοµένων της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ.
Άξιος αναφοράς είναι επίσης ο αγώνας που δίνεται εδώ και χρόνια στη Χαλκιδική και ιδιαίτερα στην περιοχή των Σκουριών, όπου κάτοικοι και συλλογικότητες παλεύουν για την εκδίωξη της ιδιωτικής εταιρίας Eldorado-Ελληνικός Χρυσός η οποία ευθύνεται για την καταστροφή του περιβάλλοντος και για τη µόλυνση των υδάτων της περιοχής.
Όσον αφορά στην επαρχία, η έµµεση ιδιωτικοποίηση των επί µέρους δηµόσιων επιχειρήσεων ύδρευσης-αποχέτευσης. Οι ΔΕΥΑ αριθµούν στις 132 πανελλαδικά, είναι επιχειρήσεις ανταποδοτικού χαρακτήρα, αυτοχρηµατοδοτούµενες και εποπτευόµενες από τον αντίστοιχο δήµο της περιοχής όπου λειτουργούν και έχουν την ευθύνη της υδροδότησης και αποχέτευσης αποµακρυσµένων και αραιοκατοικηµένων περιοχών. Το ισοζύγιο κόστους-οφέλους, λοιπόν, δεν αποτελεί προτεραιότητά τους. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, λόγω της συνολικής συνθήκης της οικονοµίας της χώρας, οι δηµόσιες αυτές εταιρίες έχουν υποχρηµατοδοτηθεί και υποστελεχωθεί µε αποτέλεσµα να υπολειτουργούν και να υπάρχει ως πλάνο η πώλησή τους σε ιδιώτες.
Αξιοσηµείωτο είναι το νέο νοµικό καθεστώς που έχει θεσπιστεί: αν µία ΔΕΥΑ έχει τρείς συνεχόµενους αρνητικούς ισολογισµούς, τότε η επιχείρηση χαρακτηρίζεται µη βιώσιµη παραχωρώντας το δικαίωµα στο εκάστοτε δηµοτικό συµβούλιο µε απλή πλειοψηφία να αποφασίσει την παραχώρηση άνευ ανταλλάγµατος της ΔΕΥΑ στην ΕΥΔΑΠ, η οποία βρίσκεται ήδη προς πώληση µέσω ΤΑΙΠΕΔ. Επιπροσθέτως, µε πρόσχηµα την προστασία των υδάτινων πόρων το κράτος έχει καταγεγραµµένες µεγάλο αριθµό γεωτρήσεων και πηγαδιών της επαρχίας. Αν κάποια γεώτρηση ή πηγάδι δεν δηλωθεί, τότε θα επιβάλλεται πρόστιµο της τάξης των 2.000 ευρώ.
Η περίπτωση της Κέρκυρας
Παρότι φηµίζεται για τις συχνές βροχοπτώσεις, η Κέρκυρα λόγω ασβεστολιθικής σύστασης του υπεδάφους της στερείται νερού καλής ποιότητας. Το κύριο πρόβληµα της Κέρκυρας εστιάζεται στη «σκληρότητα» του νερού. Με τον όρο «σκληρότητα» του νερού εννοούµε την περιεκτικότητά του σε άλατα. Αυτά προέρχονται από τα πετρώµατα του υπεδάφους που διαλύονται στο νερό και περιέχουν θειικό, ανθρακικό ή χλωριούχο ασβέστιο ή µαγνήσιο, ή αν µία γεώτρηση είναι κοντά στη θάλασσα, από το θαλασσινό νερό. Στην Κέρκυρα λοιπόν, σχεδόν όλες οι πηγές που βρίσκονται κοντά στη θάλασσα είναι υφάλµυρες, ενώ και στα περισσότερα άλλα σηµεία του νησιού τα επίπεδα σκληρότητας είναι απαγορευτικά υψηλά για κατανάλωση. Συγκεκριµένα, η σκληρότητα του νερού φτάνει σε ορισµένες περιοχές τους 90 γερµανικούς βαθµούς και το πόσιµο νερό δεν πρέπει να ξεπερνά τους 20 αφού είναι βέβαιο πως µακροπρόθεσµα η κατανάλωσή του θα οδηγήσει σε προβλήµατα υγείας. Με λίγα λόγια, το νερό της Κέρκυρας είναι σχεδόν άχρηστο για µαγείρεµα λόγω σκληρότητας, σχετικά ακατάλληλο για πλύσιµο ρούχων λόγω υψηλής περιεκτικότητας σε άλατα, και κατάλληλο απλώς για µπάνιο/πότισµα.
Στην κατάσταση αυτή έρχεται να προστεθεί η διαχείριση της ΔΕΥΑΚ, που µόνο υποδειγµατική δεν είναι. Το δίκτυο είναι πεπαλαιωµένο και µε τεράστιες απώλειες, οι βλάβες πολύ συχνές και η αποκατάστασή τους αργή, ενώ τους καλοκαιρινούς µήνες δεν λείπουν και οι διακοπές υδροδότησης. Οι δηµόσιες βρύσες πόσιµου νερού που λειτουργούσαν µέχρι πριν λίγα χρόνια, κλείνουν η µία µετά την άλλη, είτε µε τη δικαιολογία του «ακατάλληλου νερού» (χωρίς φυσικά να γίνεται κάτι για την αποκατάστασή τους), είτε χωρίς καµία απολύτως εξήγηση. Σε Κυνοπιάστες, Καστανιά, Πικουλάτικα, Πλάτανο Γαστουρίου, Κουλίνες, οι βρύσες είτε έχουν κλείσει οριστικά, είτε βρίσκονται υπό ένα αδιευκρίνιστο καθεστώς καταλληλότητας ή ακαταλληλότητας, αφού οι τοπικές κοινότητες συχνά αδιαφορούν για τις ανακοινώσεις της ΔΕΥΑΚ και τις ξανανοίγουν. Αν αυτή η συµπεριφορά δείχνει κάτι, είναι σίγουρα η ανάγκη για δηµόσιες βρύσες πόσιµου νερού.
Αποτέλεσµα της κατάστασης είναι σήµερα η τεράστια πλειοψηφία της τοπικής κοινωνίας να αγοράζει εµφιαλωµένο νερό σε τεράστιες ποσότητες. Αν αναλογιστεί κανείς τον πληθυσµό του νησιού (120.000 άνθρωποι, αριθµός που υπεραυξάνεται τους καλοκαιρινούς µήνες) και υπολογίσει µε πολύ συντηρητικό τρόπο µια µέση ηµερήσια κατανάλωση µίας φιάλης ανά άτοµο, προκύπτει ένα αποτέλεσµα 120.000 φιαλών (240.000 αν υπολογίσουµε µια µέση κατανάλωση 2 φιαλών ανά άτοµο την ηµέρα). Σε κάθε περίπτωση, το ποσό που επιβαρύνει την τοπική κοινωνία είναι δυσθεώρητο, ποσό που καταλήγει στις τσέπες των εταιριών εµφιάλωσης. Το ίδιο και η ποσότητα άδειων πλαστικών µπουκαλιών που καταλήγουν στις χωµατερές -άλλο τεράστιο τοπικό ζήτηµα που όµως συνδέεται άµεσα µε την κατανάλωση νερού.
Ενδιαφέρουσα πτυχή που δείχνει τον παραλογισµό της καπιταλιστικής διαχείρισης του νερού: όσο περισσότερο πέφτει η ποιότητα του δηµόσιου νερού, τόσο µεγαλύτερα θα είναι τα κέρδη των ιδιωτών που εµπορεύονται το εµφιαλωµένο. Αντιστρόφως, αν µε κάποιον τρόπο η ποιότητα του νερού της ΔΕΥΑΚ βελτιωνόταν τόσο που το νερό θα γινόταν πόσιµο, αυτό θα συνεπαγόταν ζηµιές εκατοµµυρίων ευρώ για τις εταιρίες εµφιάλωσης.
Πρέπει να αναδειχτεί μια οπτική που δεν ακούγεται στο διαµεσολαβηµένο δηµόσιο διάλογο που διεξάγεται µέσα από τα media, τον τοπικό τύπο και τους τοπικούς άρχοντες: το νερό στην Κέρκυρα είναι σχεδόν ιδιωτικοποιηµένο. Όταν η ποιότητα του νερού είναι τόσο κακή που είναι προτιµότερη η κατανάλωση εµφιαλωµένου, το νερό έχει µετατραπεί σε εµπόρευµα, χωρίς να το καταλάβει κανείς και χωρίς τις διαµαρτυρίες που συνήθως συνοδεύουν τις παραδοσιακές προσπάθειες ιδιωτικοποίησης.
Μοντέλα διαχείρισης – τεχνικές λύσεις
Οποιοσδήποτε αποπειραθεί να προτείνει «λύσεις» στα θέµατα που αφορούν τη διαχείριση του νερού µέσα στο καπιταλιστικό οικονοµικό περιβάλλον, κινδυνεύει να πέσει στην παγίδα της διαχείρισης του υπάρχοντος µε καπιταλιστικούς (και άρα εχθρικούς) όρους «οικονοµικής βιωσιµότητας». Δεν έχουµε καµία δυνατότητα, αλλά ούτε και διάθεση να προτείνουµε λύσεις στα καπιταλιστικά αδιέξοδα. Το ισχύον σύστηµα δεν θέτει καθόλου σε προτεραιότητα τη διαχείριση των φυσικών πόρων, αντιθέτως προκρίνει την αντιµετώπισή τους ως εµπορεύµατα. Πρόκειται για ένα σύστηµα υδροβόρο, που κατασπαταλά τον πιο πολύτιµο φυσικό πόρο για τη δηµιουργία άχρηστων εµπορευµάτων που προορίζονται να πεταχτούν σύντοµα στη χωµατερή, γεµίζει πισίνες ξενοδοχείων ακόµη και στα πιο άνυδρα νησιά του Αιγαίου, ή τροφοδοτεί τεράστιες µεγαλουπόλεις µε πληθυσµό εκατοµµυρίων, που αποµυζούν το νερό των γύρω εκτάσεων ή ακόµη και µεγάλες πόλεις όπου ανθεί η τουριστική βιοµηχανία αν αυτές βρίσκονται στην έρηµο (κλασικά παραδείγµατα το Dubai και το Las Vegas). Είναι ένα σύστηµα που θεωρεί αποδεκτή την απόρριψη βιοµηχανικών λυµάτων στα ίδια ποτάµια από τα οποία εξαρτώνται εκατοµµύρια άνθρωποι αρκεί οι ρύποι να βρίσκονται «εντός των αποδεκτών ορίων», και αυτό όχι πάντα.
Όταν διεξάγεται µια συζήτηση για τον πολυτιµότερο πόρο της φύσης, πρώτιστο µέληµα πρέπει να είναι η εξοικονόµησή του. Σε δεύτερο στάδιο έρχεται η επεξεργασία του ακατάλληλου νερού, ώστε να αποκτήσουµε πόσιµο νερό. Στο δεύτερο αυτό στάδιο η τεχνολογία προσφέρει λύσεις που δεν υπήρχαν στο παρελθόν. Παρόλα αυτά, όλες οι µέθοδοι, χηµικές ή µηχανικές, απαιτούν κατανάλωση ενέργειας, πρώτων υλών και ανθρώπινου µόχθου, κάτι το οποίο θα αποτελούσε πρόβληµα ακόµη και µε ένα οικονοµικό σύστηµα διαφορετικό από το καπιταλιστικό.
Συγκεκριµένα για το θέµα της αποσκλήρυνσης του νερού, οι τεχνικές λύσεις ποικίλουν από την προσθήκη ειδικών ρητινών ή άλλων χηµικών παραγόντων αποσκλήρυνσης, µέχρι την αντίστροφη όσµωση, την απόσταξη ή την αφαλάτωση του θαλασσινού νερού, ή έναν συνδυασµό των µεθόδων αυτών. Η αντίστροφη όσµωση περιλαµβάνει τη χρήση πολυµερών µεµβρανών που επιτρέπουν στα µόρια του νερού να τις διαπερνούν, αλλά όχι στα διαλυµένα άλατα. Η µέθοδος αυτή µπορεί να παράγει πόσιµο νερό σε µεγάλες ποσότητες, αλλά έχει το µειονέκτηµα ότι λειτουργεί µε συγκεκριµένη µόνο ταχύτητα, οι µεµβράνες χρειάζονται αντικατάσταση σε τακτική βάση, απαιτείται σταθερή τροφοδοσία µε ρεύµα και επιπλέον ρύθµιση του ph του νερού, ώστε αυτό να γίνει πόσιµο. Παρόλα αυτά, η τεχνολογία βελτιώνει συνεχώς τις µεµβράνες (και ρίχνει το κόστος τους) και θεωρείται η πιο ελπιδοφόρα µέθοδος για την απόκτηση πόσιµου νερού σε µαζική κλίµακα στο µέλλον. Η αντίστροφη όσµωση χρησιµοποιείται σήµερα στο Ισραήλ µε µεγάλη αποδοτικότητα, µε χρήση τεχνολογιών που δεν συναντώνται σε άλλα µέρη του κόσµου, καθώς το Ισραήλ θεωρείται πρωτοπόρο στις τεχνολογίες επεξεργασίας. Αποτέλεσµα είναι σήµερα στο Ισραήλ το 55% του νερού να προέρχεται από αφαλάτωση, σε δε εθνικό επίπεδο να υπάρχει σήµερα πλεόνασµα νερού.
Η απόσταξη χρησιµοποιεί θερµότητα για να προκαλέσει την εξάτµισή του νερού, συλλέγοντας στη συνέχεια τους υδρατµούς και ψύχοντάς τους ώστε να αποκτηθεί πόσιµο νερό. Δεν απαιτεί χρήση µεµβρανών ή χηµικών παραγόντων, αλλά απαιτεί τεράστια δαπάνη ενέργειας που καθιστά απαγορευτική τη χρήση της µέχρι σήµερα σε περιοχές που δεν είναι εντελώς άνυδρες (εκτός αν χρησιµοποιηθεί ηλιακή ενέργεια, περίπτωση στην οποία υπάρχει µεγάλο κόστος κατασκευής και συντήρησης). Αξίζει να σηµειωθεί ότι η όλη διαδικασία της απόσταξης, µιµείται ως ιδέα τον κύκλο του νερού στη φύση: εξάτµιση του θαλασσινού νερού, ψύξη στην ατµόσφαιρα που έχει ως αποτέλεσµα το σχηµατισµό νεφών, συλλογή του καθαρού νερού της βροχής.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουµε ότι το πρόβληµα υδροδότησης της Κέρκυρας δεν είναι κανένας δυσεπίλυτος γρίφος. Είναι κυρίως θέµα βούλησης, πόρων, φιλοσοφίας των λύσεων που θα επιλεγούν και πάνω από όλα θέµα προτεραιοτήτων. Το πρόβληµα έγκειται στο ότι οι προτεραιότητες του κεντρικού κράτους (που διαθέτει και τους πόρους) αλλά και της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι διαφορετικές από αυτές της τοπικής κοινωνίας.
Εκτός από το είδος της τεχνικής λύσης που µπορεί να επιλεγεί, εξίσου σηµαντικό είναι το θέµα της κλίµακας της παρέµβασης στη φύση. Όποτε γίνεται δηµόσια συζήτηση για το θέµα του νερού, ο διάλογος µονοπωλείται από τη λέξη «έργα». Έργα, που σχεδόν αυτονόητα για όλους σηµαίνουν τεράστιες κατασκευές, δυσθεώρητους προϋπολογισµούς, συµβάσεις ανάθεσης σε κατασκευαστικές εταιρείες, εποµένως θέµατα χρηµατοδότησης από κρατικά ή ευρωπαϊκά προγράµµατα επιδοτήσεων, και όλα αυτά γιατί απλώς έτσι έχει συνηθίσει η κοινωνία να αντιλαµβάνεται τη συγκεκριµένη λέξη. Αποτέλεσµα είναι οι τοπικές κοινωνίες να θεωρούν ότι αυτά είναι ζητήµατα του κράτους και των ειδικών του, πέρα και πάνω από τις δικές τους δυνάµεις, και έτσι δεν πιέζουν ούτε καν την τοπική αυτοδιοίκηση, που είναι πιο ευάλωτη σε πιέσεις σε τοπικό επίπεδο.
Δεν είναι όµως έτσι. Τα έργα υδροδότησης ενός νησιού µε την αφθονία σε νερό της Κέρκυρας µπορούν να είναι µικρής κλίµακας, αποκεντρωµένα και να έχουν τοπικό χαρακτήρα. Τα φαραωνικά έργα (όπως για παράδειγµα τα φράγµατα εκτροπής του Αχελώου) είναι δαπανηρά, ευνοούν µια ελίτ κατασκευαστικών εταιριών, εξαρτώνται από πακέτα χρηµατοδότησης εκατοµµυρίων ευρώ, είναι µακριά από τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών και πάνω από όλα, είναι καταστροφικά για το περιβάλλον, µε συνέπειες που δεν µπορούν να προβλεφθούν µε ακρίβεια και που εκτείνονται χρονικά σε βάθος ετών και χωρικά σε µια έκταση πολύ µεγαλύτερη από αυτήν που καταλαµβάνουν τα έργα. Τα µικρά, τοπικά και αποκεντρωµένα έργα έχουν λιγότερες επιπτώσεις στο περιβάλλον, περιορίζουν το πρόβληµα µεταφοράς του νερού, ενώ βρίσκονται κοντά στις τοπικές κοινωνίες και υπό την εποπτεία τους. Οι δεξαµενές συλλογής βρόχινου νερού είναι ιδανικό παράδειγµα: ήδη χρησιµοποιούνται εδώ και πολλά χρόνια σε πολλά µέρη της χώρας, κυρίως σε νησιά µε πρόβληµα λειψυδρίας όπως οι Παξοί, µπορούν να υλοποιηθούν σε επίπεδο κοινότητας (ή ακόµη και σε οικιακό επίπεδο), η περιβαλλοντική επιβάρυνση είναι µηδενική και το κόστος χαµηλό.
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στην άλλοτε λειτουργική εγκατάσταση αντίστροφης όσµωσης που λειτουργούσε µέχρι πριν λίγα χρό νια στη Γαρίτσα. Η εγκατάσταση αυτή παρείχε πόσιµο νερό υψηλής ποιότητας, την οποία χρησιµοποιούσαν εκατοντάδες άνθρωποι τη µέρα, κυρίως κάτοικοι της πόλης. Όµως ήταν και µία από τις ελάχιστες παρόµοιες βρύσες, καθώς το «πιλοτικό» αυτό παράδειγµα δεν γενικεύτηκε αλλά παρέµεινε πιλοτικό. Η αντίστροφη όσµωση έχει συγκεκριµένο ρυθµό µε τον οποίο µπορεί να παράγει πόσιµο νερό, εποµένως για να καλυφθούν οι ανάγκες µιας πόλης σαν την Κέρκυρα χρειάζονταν αρκετά περισσότερες τέτοιες βρύσες, κάτι που δεν έγινε. Επιπλέον, η ΔΕΥΑΚ τοποθέτησε µετρητές πάνω στις βρύσες και η λήψη νερού γινόταν µόνο έπειτα από τοποθέτηση ειδικής κάρτας που χρέωνε την αντίστοιχη ποσότητα. Με τον καιρό, η εγκατάσταση εγκαταλείφθηκε και τελικά αχρηστεύθηκε, χωρίς να δωθεί κάποια ιδιαίτερη εξήγηση γι’ αυτό.
Επίλογος
Η Κέρκυρα έχει χαρακτηριστικά που επιτρέπουν τη λύση του προβλήµατος µε αποδοτικό και τεχνικά άρτιο τρόπο. Όπως αναφέραµε πιο πάνω, το πρόβληµα υδροδότησης του νησιού δεν είναι τόσο πρόβληµα ποσότητας, όσο ποιότητας του νερού. Αυτό που χρειάζεται να κάνουµε εµείς είναι να συζητήσουµε την κατεύθυνση που θα πρέπει να έχουν οι λύσεις που θα επιλεγούν. Για να το πράξουµε αυτό, πρέπει να καταλήξουµε σε βασικές αρχές πάνω στις οποίες πρέπει να κινηθούµε.
Για εμάς, οι άξονες αυτοί είναι δεδομένοι: πρέπει να αντιληφθούμε πρώτον ότι το νερό δεν είναι εμπόρευμα για να αποκομίζει κέρδη καμία ιδιωτική ή κρατική εταιρεία. Το νερό είναι είναι αγαθό και κανείς δεν επιτρέπεται να αποκομίζει κέρδος από αυτό. Κατά δεύτερον, είναι δημόσιο / κοινωνικό αγαθό και όχι ιδιοκτησία του κράτους, για να το παραχωρεί σε ιδιώτες προς εκμετάλλευση, με ή χωρίς ανταλλάγματα. Τρίτον, οι αποφάσεις για την τύχη του πιο πολύτιμου πόρου δεν μπορούν να αφεθούν στην κρατική εξουσία, κεντρική ή τοπική, αλλά ότι πρέπει να παίρνονται από τις τοπικές κοινωνίες. Τέταρτον, ο κοινοτισμός και η διαχείριση σε μικρή κλίμακα θα πρέπει να είναι η πυξίδα μας. Πέμπτον, η διαχείριση του νερού, όπως και κάθε άλλου φυσικού πόρου ή κοινωνικού αγαθού (γη, ρεύμα), είναι ζήτημα ταξικό· στις εποχές σπανιότητας που έρχονται, το νερό δεν πρόκειται να λείψει από τα αφεντικά του κόσμου, ούτε βέβαια οποιοδήποτε άλλο εμπορευματοποιημένο αγαθό.
Τέλος, πρέπει να αποδεχτούμε ότι το κράτος και το κεφάλαιο δεν πρόκειται να δώσουν κάποια «λύση» προς όφελος των από τα κάτω, διότι δεν είναι αυτός ο σκοπός τους. Επομένως πρέπει αφενός να εξαναγκαστούν να το πράξουν, αφετέρου και ταυτόχρονα, στο βαθμό που οι δυνάμεις μας το επιτρέπουν, πρέπει οργανωθούμε από τα κάτω και να το πράξουμε εμείς με τις δικές μας δυνάμεις, με αλληλεγγύη και κοινή στοχοθεσία.