Το παρακάτω αποτελεί μέρος της εισήγησης στην εκδήλωση επ’ αφορμής της απεργίας:
Πολιτική συγκυρία, τοπικοί αγώνες, κινήματα αυτομείωσης
«Σε μια μέλλουσα επαναστατική περίοδο, οι πιο ύπουλοι και οι πιο επικίνδυνοι υπερασπιστές του καπιταλισμού δεν θα είναι άνθρωποι που θα φωνάζουν συνθήματα υπέρ του κεφαλαίου ή του κράτους, αλλά αυτοί που έχουν απόλυτη γνώση της πιθανότητας μιας ολικής ρήξης. Δεν πρόκειται να εγκωμιάζουν τις τηλεοπτικές διαφημίσεις ή την κοινωνική υποταγή, αλλά θα προτείνουν να αλλάξουμε τη ζωή… γι’ αυτό το σκοπό όμως, θα μας καλούν να χτίσουμε ένα πραγματικά δημοκρατικό κράτος πρώτα… Αν κατορθώσουν να πάρουν τα ηνία της κατάστασης και η δημιουργία μιας τέτοιας πολιτικής μορφής καταναλώσει την ενέργεια των ανθρώπων, αποχαιρετίστε τις ριζοσπαστικές ουτοπίες, και με τα μέσα να γίνονται σκοπός, η επανάσταση θα μετατραπεί για ακόμη μια φορά σε ιδεολογία. Εναντίον τους, και φυσικά εναντίον της ανοιχτά καπιταλιστικής αντίδρασης, ο μόνος δρόμος για τη νίκη των προλετάριων θα είναι ο πολλαπλασιασμός των συνεκτικών κομμουνιστικών πρωτοβουλιών, που εντελώς φυσικά θα κατηγορηθούν ως αντιδημοκρατικές ή ακόμα κι ως «φασιστικές».
Ζιλ Ντωβέ – Όταν οι εξεγέρσεις πεθαίνουν
Μετά τα όσα εξελίχθηκαν το φετινό καλοκαίρι στους δρόμους και τις πλατείες, με αποκορύφωμα το δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη και την επικράτηση του ΟΧΙ, τον «έντιμο συμβιβασμό» της αριστεροακροδεξιάς κυβέρνησης της 13ης Ιούλη (στα χνάρια εκείνου της 20ης Φλεβάρη) που οδήγησε στο τρίτο πλέον και “πρώτη φορά αριστερό” μνημόνιο, συντελέστηκε ένα ρήγμα στο κοινωνικό σώμα, με τη συγκρότηση δύο μετώπων με χαρακτηριστικά εμφανώς ταξικά, αν και πολιτικά ετερόκλητα. Με αφορμή τη βραχύβια και διαμεσολαβημένη επανεμφάνιση των από-τα-κάτω στο προσκήνιο, ακόμα και υπό την πολιτικάντικη μανούβρα του ΣΥΡΙΖΑ, κρίνεται αναγκαία μια αποτίμηση της ως τώρα κινηματικής διαδρομής.
Τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, εν μέσω τρομοϋστερίας, κλήθηκαν να απαντήσουν σε ένα ερώτημα εν πολλοίς ξεπερασμένο τόσο από το σύνολο του αντικαπιταλιστικού/ανατρεπτικού χώρου, όσο και από μια κρίσιμη κοινωνική μάζα, με τα νεαρά προλεταριακά στοιχεία να είναι η βάση της.
Στη συγκυρία εκείνη, ως ομάδα κρίναμε ότι το ΟΧΙ ως αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, δημιουργούσε προϋποθέσεις σύγκρουσης και δυνατότητες αποσταθεροποίησης του συστήματος. Έτσι, παρά τη δεδομένη αντίθεσή μας σε προκαθορισμένα δίπολα που δεν έχουν καμία γείωση με τα πραγματικά επίδικα, και παρά τη βεβαιότητά μας πως αυτά τα δίπολα θα χρησιμοποιούνταν από την κυβέρνηση, θεωρήσαμε πως αν στο δημοψήφισμα επικρατούσε το ΝΑΙ, τότε θα βρισκόμασταν σε μία ακόμα δυσχερέστερη κοινωνικά-κινηματικά θέση, η οποία θα μας περιόριζε ακόμα περισσότερο. Ως εκ τούτου θεωρήσαμε πως αυτό που χρειαζόταν να κάνουμε, ήταν να εμπλουτίσουμε και να βάλουμε σε πραγματικές βάσεις το αποτέλεσμα στο οποίο προσβλέπαμε (και το οποίο ήταν το ΟΧΙ) και με βάση αυτό να συνεχίσουμε να κινούμαστε στο κοινωνικό πεδίο, ευελπιστώντας στη συσπείρωση που ποτέ όμως δεν ήρθε. Ήρθε όμως το πλήρες ξεβράκωμα του αστικού κοινοβουλευτισμού με τη μετατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ, και η συνακόλουθη απαξίωσή του στις αμέσως επόμενες εκλογές.
Η ανάδειξη οκτακομματικής βουλής, αν και χαιρετίστηκε από τα ΜΜΕ ως -υποτιθέμενο- “βήμα εκπροσώπησης όλων των απόψεων” και ως δήθεν έκφραση “δημοκρατικού πλουραλισμού”, στην πραγματικότητα αποδεικνύει περίτρανα το μέγεθος της πολυδιάσπασης και της σύγχυσης που επικρατεί στο εσωτερικό του εκλογικού σώματος. Το ζήτημα βέβαια δεν είναι στενά εκλογικό, αυτή είναι η κορυφή του παγόβουνου. Αντιθέτως το χρησιμότερο συμπέρασμα είναι ότι ένας κρίσιμος αριθμός ψηφοφόρων (46%) αρνήθηκε να εκπροσωπηθεί από τα υποψήφια κόμματα. Αυτή τη στιγμή, όχι στη φαντασία μας, όχι μονάχα στους εκλογικούς καταλόγους, αλλά και στο καθημερινό κοινωνικό πεδίο, περίπου η μισή ελληνική κοινωνία ουσιαστικά θεωρεί πως τα συμφέροντα και οι ανάγκες της αδυνατούν να μεσολαβηθούν από τις υπάρχουσες πολιτικές δομές. Η συνθήκη αυτή, συνεπώς, επαναφέρει στο προσκήνιο και επαληθεύει το ρητορικό ερώτημα που θέσαμε κατά τη διάρκεια της αντι-εκλογικής μας καμπάνιας, έχεις σκεφτεί ποτέ ότι η πολιτική και κοινωνική οργάνωση που βιώνουμε δεν είναι η μόνη δυνατή;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό απασχολεί και το κράτος, διότι η αδυναμία να συσπειρώσει γύρω του σχεδόν το ½ του πληθυσμού είναι άκρως ανησυχητική για τους σχεδιασμούς του. Σε αντίθεση με το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ, η αποχή δεν είναι διαχειρίσιμη. Αυτό σημαίνει πως αυτή η κρίσιμη μάζα ανθρώπων ενδέχεται να αναλάβει δράση για τον εαυτό της, και εφόσον αυτό συμβεί μακριά από οποιαδήποτε διαμεσολάβηση, τότε το κράτος θα πρέπει να την αντιμετωπίσει με τη βία.
Την ίδια στιγμή, ολοένα και ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού συνειδητοποιούν ότι πέρα από κάθε εκλογική αυταπάτη, δεν υπάρχει πια τίποτα ικανό να επαναφέρει τη ζωή όπως την ήξεραν προ κρίσης. Πόσο μάλλον το κεφάλαιο και το πολιτικό του προσωπικό, η τακτική των οποίων παραμένει αδίστακτα η ίδια, και υιοθετείται και από την αριστερή διαχείριση της νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας: υποταγή και συναίνεση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων για να διασωθούν τμήματα του κεφαλαίου μέσω της κοινωνικοποίησης των ζημιών του.
Όσοι και όσες συμμετείχαν ενεργά στις κινητοποιήσεις των τελευταίων χρόνων, έχουν να αντιμετωπίσουν εχθρούς που αποδεικνύονται κοντινότεροι και πιο ύπουλοι από το υπουργείο οικονομικών και την αστυνομία. Εχθρούς που είναι δίπλα τους και σε ένα βαθμό μέσα τους. Ο μικροαστισμός, η έπαρση και συνακόλουθα η γρήγορη απογοήτευση, η ανάθεση στους «ειδικούς»-κόμματα, ο καιροσκοπισμός και άλλες παρόμοιες παθογένειες αποτελούν βιωμένες εμπειρίες στο κοινωνικό σώμα που δεν αποβάλλονται εύκολα.
Αν τώρα πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στο να πλέξουμε εγκώμια και στο να κάνουμε κριτική, πρέπει να διαλέξουμε χωρίς άλλη σκέψη το δεύτερο. Δεν είναι ευχάριστο, δεν χαϊδεύει αυτιά, αλλά είναι χρήσιμο. Κριτική δεν σημαίνει ισοπέδωση, απεναντίας σημαίνει ανάδειξη στην πρώτη γραμμή των αντιφάσεων και των αδυναμιών. Αφήνουμε το γλείψιμο και τα εγκώμια, για εκείνους που ό,τι κι αν λένε ενδιαφέρονται να μένει ο κόσμος σε μαντριά. Θορυβώδης αλλά ακίνδυνος.
Με προκείμενες τις παραπάνω εξελίξεις, προχωρήσαμε στο κάλεσμα αυτής της εκδήλωσης θέλοντας να συμβάλουμε και εμείς από μεριάς μας ως αναρχική πολιτική ομάδα, στο άνοιγμα ενός διαλόγου με τον κινηματικό χώρο της πόλης. Προσδοκάμε αυτή η κουβέντα να συμβάλει στην πολιτική ζύμωση αναφορικά με την αναγκαιότητα αναβάθμισης των οργανωτικών μας χαρακτηριστικών και κατ’ επέκταση του αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο και το κράτος.
Πρόθεσή μας είναι η ανάλυση της τοπικής κινηματικής εμπειρίας των τελευταίων χρόνων, μέσα στην τρέχουσα συνθήκη της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και της αναδιάρθρωσης που τη συνοδεύει. Στόχος είναι, αντλώντας διδάγματα από την εμπειρία των αγώνων του παρελθόντος, να ρίξουμε το βάρος στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες που εξελίσσονται σε χρόνο ενεστώτα, και μέσω της ανταλλαγής απόψεων να ανιχνεύσουμε τον κοινό μας βηματισμό σε αυτούς. Είμαστε πεπεισμένοι πως η αξία ακριβώς αυτής της κουβέντας έγκειται στο να εξαχθούν συμπεράσματα, καρποί επεξεργασίας ικανοί να ανταποκριθούν στις προκλήσεις που μας επιφυλάσσει το μέλλον, διότι το πολιτικό στοίχημα παραμένει να αντιμετωπίσουμε την καπιταλιστική αναδιάρθρωση που συντελείται στις πλάτες μας.
Η Κέρκυρα ήταν (και ακόμη είναι) μια αρκετά ευημερούσα κοινωνία, σε σχέση τουλάχιστον με άλλα παραδείγματα επαρχιακών πόλεων της χώρας. Με βάση την ίδια σύγκριση, έχει λίγα εμφανή κοινωνικά προβλήματα και εμφανίζει ισχυρές τάσεις ιδιώτευσης του πληθυσμού, παρόλο που είναι μια αρκετά προοδευτική στις αντιλήψεις κοινωνία. Αυτή λοιπόν η τοπική κοινωνία στο πρόσφατο παρελθόν έχει παρουσιάσει πολύ καλά δείγματα αγώνων, που καταδεικνύουν ότι υπάρχουν δυνατότητες δράσης και οργάνωσης, που υπερβαίνουν αυτές μίας τυπικής ελληνικής επαρχιακής πόλης. Χαρακτηριστικότερα και εντελώς ενδεικτικά παραδείγματα, αυτά που υπερέβησαν τα μέχρι τότε κινηματικά δεδομένα του νησιού και αποτυπώθηκαν στη συλλογική πολιτική συνείδηση ως παρακαταθήκη:
– Ιούλιος – Αύγουστος 2009: Απεργία ξενοδοχοϋπαλλήλων εν μέσω πλήρους σεζόν. Βασικό αίτημα η πληρωμή δεδουλευμένων που σε κάποιες περιπτώσεις φτάνει τον ένα χρόνο. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις ξεκινούν σε μεμονωμένα ξενοδοχεία και τελικά γενικεύονται στη μεγάλη πλειοψηφία των μονάδων. Η συμμετοχή σε μερικά ξενοδοχεία αγγίζει το 100%. Συνολικά ο αγώνας θα κρατήσει περίπου τρεις εβδομάδες, παρουσιάζοντας σχετική επιτυχία για τους εργαζόμενους, αλλά τεράστια οικονομική ζημιά για τους ξενοδόχους, αφού υπήρξαν μαζικές ακυρώσεις κρατήσεων, ενώ σε πολλά ξενοδοχεία οι τουρίστες που επέλεξαν να παραμείνουν, εξυπηρετούνταν μόνοι τους.
– 5η Μαΐου 2010, πρώτο μνημόνιο: Κατάληψη Νομαρχίας – Εφορίας, ενόψει γενικής απεργίας. Δυναμική εκδίωξη απεργοσπαστών από το κτίριο, ανάρτηση πανό στην πρόσοψη του κτιρίου και διανυκτέρευση εντός αυτού. Την επομένη, πορεία και ανάρτηση γιγαντοπανό στον προμαχώνα του Παλαιού Φρουρίου.
– 2 Ιουνίου 2011: Επίσκεψη ευρωπαίων βουλευτών στην Κέρκυρα που συμμετέχουν στις εργασίες της Επιτροπής Μετανάστευσης και Προσφύγων του Συμβουλίου της Ευρώπης, που διοργανώθηκε από τη Βουλή. Οι τοπικοί βουλευτές Ν.Δένδιας και Α.Γκερέκου παραθέτουν γεύμα στο εστιατόριο του Παλαιού Φρουρίου. Κόσμος που συγκεντρωνόταν τότε στις πλατείες, μαθαίνει τυχαία το γεγονός αυτό και αποφασίζει αυθόρμητα να προβεί σε αποκλεισμό του Παλαιού Φρουρίου. Αποτέλεσμα, να διαφύγουν οι βουλευτές από τη θάλασσα με καϊκι.
– 19 Οκτωβρίου 2011, ψήφιση του μνημονιακού πολυνομοσχεδίου με μέτρα λιτότητας. Προκηρύσσεται 48ωρη απεργία και πραγματοποιείται η μαζικότερη ίσως πορεία που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια στην Κέρκυρα. Μετά το πέρας της, καταλαμβάνεται το κτίριο της Νομαρχίας-Εφορίας με διανυκτέρευση. Παρέμβαση στον τηλεοπτικό σταθμό Start Channel.
– 10 Φεβρουαρίου 2012, δεύτερο μνημόνιο. Καταλαμβάνεται το κτίριο της Νομαρχίας, με σκοπό να αποκλειστούν τα γραφεία της Εφορίας και να εμποδιστεί η είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Η κατάληψη αυτή αποφασίστηκε να είναι επ’ αόριστον και στηρίχτηκε από την τοπική κοινωνία σε πρωτοφανή βαθμό, τουλάχιστον για τις δύο πρώτες ημέρες. Τελικά θα διαρκέσει μέχρι τις 13/2/2012. Στη διάρκειά της θα πραγματοποιηθούν πάρα πολλές πορείες και δράσεις, καθώς και παρεμβάσεις σε τοπικά ΜΜΕ, ενώ το βράδυ της ψήφισης του μνημονίου, στις 12/2/2012, πραγματοποιείται μαζική επίθεση στα γραφεία Δένδια-Γκερέκου με υλικές ζημιές και την αστυνομία να παρακολουθεί ανήμπορη να παρέμβει.
Επίσης σημαντικές ήταν οι κινητοποιήσεις ενάντια στο άνοιγμα των γραφείων της χρυσής αυγής, καθώς και τα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, με συνεχείς και επαναλαμβανόμενους αποκλεισμούς, κάθε φορά που οι φασίστες ανακοίνωναν κάποια εκδήλωση ή συνάντηση.
Αυτά τα γεγονότα δεν αποτελούν απαραίτητα την ουσιαστικότερη πλευρά της τοπικής πολιτικής δράσης, αλλά παρατίθενται απλώς ως στιγμές κορύφωσης των αγώνων. Ανάμεσα στα γεγονότα αυτά έλαβαν χώρα δεκάδες άλλες απεργίες, πορείες και κινηματικές δράσεις. Κυρίως χρησιμεύουν ως ένα δείγμα των ανεκμετάλλευτων σήμερα αγωνιστικών δυνατοτήτων που υπάρχουν στο νησί, το οποίο βρίσκεται τα τελευταία τρία τουλάχιστον χρόνια σε κινηματική ύφεση.
Πιστεύουμε ότι όλη αυτή η περίοδος, ας την οριοθετήσουμε σχηματικά μεταξύ 2009-2013, δεν αναλύεται όπως θα έπρεπε: με αυτοκριτική διάθεση, διαλεκτικά, έτσι ώστε να βγουν συμπεράσματα και να κατανοηθούν καλύτερα τα ζητήματα που προέκυψαν και που εν τέλει χρειάζεται εμείς να αντιμετωπίσουμε και πάλι σήμερα με πολύ χειρότερους όρους. Διότι, όσο δεν ανοίγει ένας ειλικρινής διάλογος και δεν τοποθετούνται οι κινηματικές δυνάμεις πάνω στην πλούσια αγωνιστική εμπειρία και τις παρακαταθήκες που αυτή άφησε σε όλους, η αφήγηση της σοσιαλδημοκρατίας και ο ρεφορμισμός της ‘αριστεράς του τίποτα’ θα κερδίζουν πολιτικό χώρο.
Σε αντίθεση με μικροαστικά ιδεολογήματα που περιγράφουν τον αγώνα σαν μια ανέμελη ασχολία ανάμεσα στις άλλες ή σαν μποέμ περιπλάνηση, ο κοινωνικό-ταξικός πόλεμος είναι η υλική πρωτίστως σύγκρουση αντιθετικών συμφερόντων. Χρειαζόμαστε μια συγκρουσιακή στρατηγική ικανή να προσαρμόζεται στις κινήσεις του εχθρού, να μπορεί να διεξάγεται σε οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμα και μαζικής παρανομίας. Και ας είμαστε προετοιμασμένοι πως, αν σήμερα δύσκολα αντιμετωπίζουμε τη βία των μπάτσων στις διαδηλώσεις, τους μπράβους των αφεντικών και τους φασίστες, αύριο θα σαστίσουμε και θα αποδιοργανωθούμε πλήρως μπροστά στην ολοένα και ασφυκτικότερη καταστολή του κράτους. Ήδη αντιμετωπίζουμε την αναβάθμιση της καταστολής και τη θωράκιση του νομικού -και όχι μόνο- οπλοστασίου του κράτους, τις συνεχείς εισβολές σε σπίτια, τον τρομονόμο, τις ειδικές συνθήκες κράτησης, τη στοχοποίηση και ποινικοποίηση των προσωπικών συγγενικών σχέσεων, την ειδική αντιμετώπιση από τη δικαστική εξουσία, τη δίωξη με βάση το DNA κ.ά.
Οι αντικειμενικές συνθήκες έχουν ωριμάσει καιρό τώρα και σαν φρούτα έχουν πέσει στο χώμα και σαπίζουν. Για να μη σαπίσουν τελείως και αυτές και εμείς μαζί, ώρα να ξαναβάλουμε στα χείλη μας τη λέξη Επανάσταση, ώρα να συναντηθούμε μακριά από διαμεσολαβήσεις. Να οργανωθούμε, προτάσσοντας τα δικά μας συμφέροντα, τις δικές μας επιθυμίες και ανάγκες. Στον πόλεμο που μας έχουν κηρύξει, πρέπει να καταλάβουμε πως δεν γίνεται πια να περιμένουμε τίποτα και από κανέναν. Αντιθέτως είναι οι μικρές καθημερινές αρνήσεις που όταν συλλογικοποιούνται, είναι ικανές να αποκαταστήσουν τη χαμένη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις και τις δυνατότητες της τάξης μας. Είναι μόνο η δική μας αυτενέργεια που μπορεί να σταθεί ανάχωμα στην εντεινόμενη υποτίμηση που δεχόμαστε. Το στοίχημα παραμένει: ή δέχεσαι τους κανόνες τους και γίνεσαι συνένοχος ή αγωνίζεσαι για το σχηματισμό επαναστατικής προοπτικής.
Σε τούτο τον ιστορικό κόμβο της κρίσης και της ευρείας απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, η μόνη διαδικασία η οποία δείχνει ικανή να αλλάξει συντριπτικά του συσχετισμούς υπέρ μας είναι η αυτοοργάνωνη του προλεταριακού στοιχείου, των μισθωτών σκλάβων και των ανέργων και η συγκρότησή τους σε μαχητικούς πολιτικούς οργανισμούς. Οι εστίες αντίστασης υπάρχουν∙ αυτό που απουσιάζει όμως είναι μια ευρεία προοπτική ταξικής αντεπίθεσης που να εντάσσει μέσα τις όλες τις δυνατότητες, τις δομές και τα εγχειρήματα που κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση. Οφείλουμε ως πολιτικές οντότητες που προκρίνουν την ισότιμη και οριζόντια οργάνωση να προτάξουμε τη συγκρότηση του προλεταριακού στοιχείου σε οριζόντιες πολιτικές δομές που θα συναντιούνται σε δευτεροβάθμιους ή και τριτοβάθμιους πολιτικούς φορείς. Ειδάλλως, κάθε άλλη προσπάθεια αντιπαράθεσης στην κυριαρχία κράτους και κεφαλαίου θα παραμένει ασυντόνιστη και αποσπασματική.
Στη δύσκολη πορεία της χειραφέτησης και της ρήξης με τους κυρίαρχους, ένα βήμα έχει αξία όταν ακολουθείται από ένα άλλο. Και αυτό από ένα τρίτο, ένα τέταρτο κ.ο.κ. Διαφορετικά, όπως εν τέλει αποδείχθηκε και βρεθήκαμε στην κινηματική ξηρασία των τελευταίων χρόνων, ένα βήμα ίσον κανένα βήμα. Η στασιμότητα, η καθήλωση, η αυταρέσκεια, η απουσία κριτικής και επανεκτίμησης όσων έγιναν υπό το πρίσμα των επόμενων που πρέπει να γίνουν, η μη αξιοποίηση των όποιων εμπειριών μάς οδήγησε στην πελαγοδρομία που βιώνουμε όλοι σήμερα. Εκείνοι που δόξαζαν συντεχνιακούς αγώνες, εκείνοι που επαίρονταν για μεγάλες νίκες εκεί που δεν υπήρχαν, εκείνοι που κολάκεψαν τις μάζες, εκείνοι που εξαργύρωσαν την πολιτική τους πρόσοδο, είναι ακριβώς εκείνοι που έχουν συμφέρον να παγώνει η κριτική επανεκτίμηση κάθε βήματος και η επαναστατική προοπτική του.
Αν δεν διαλύσουμε τώρα τις όποιες εναπομείνασες αυταπάτες, θα παραμείνουμε έρμαια στις ορέξεις των εκμεταλλευτών μας και των επίδοξων σωτήρων μας, καταδικασμένοι να αποτελούμε κλάσματα στις δημοσκοπήσεις τους και στα εκλογικά τους αποτελέσματα. Αν δεν αντιληφθούμε το κράτος ως εγγυητή της απρόσκοπτης κερδοφορίας των αφεντικών, θα συνεχίζουμε να περιμένουμε να βρέξει επιδόματα. Αν δεν κόψουμε τώρα κάθε διάλογο με τους σημερινούς ή τους αυριανούς διαχειριστές του συστήματος, κάποια στιγμή θα ξυπνήσουμε σε ένα περιβάλλον όπου η εξοντωτική λεηλασία μας θα θεωρείται αυτονόητη. Αν δεν αντιληφθούμε τη ζωή με όρους σύγκρουσης αντιθετικών ταξικών συμφερόντων, αν πέσουμε στην ενέδρα του δημοκρατικού-ειρηνευτικού διαλόγου μεταξύ φορέων-κομμάτων-θεσμών-ειδικών, δεν θα πάμε πουθενά – δεν θα καταφέρουμε τίποτα.